Ο τσατμάς αποτελεί ένα από τα είδη οικοδομικής ξύλινης κατασκευής που συνιστούν την υποδομή ελαφρών τοιχών. Αποτελεί ένα σύστημα πλαισίων, διαμορφωμένων από οριζόντια και κατακόρυφα μέλη (στρωτήρες, κολόνες, ενδιάμεσοι οριζόντιοι σύνδεσμοι).
Προκειμένου να ολοκληρωθεί η κατασκευή του τοίχου, κατά αυτή την τεχνική, τα κενά του ξύλινου σκελετού γεμίζονται με πρόσμιξη αργιλικής χωματόλασπης, άχυρου,κοπριάς και άλλων οργανικών ουσιών.
Γενικότερα, υπάρχουν τρία είδη τσατμάδων. Η κατηγοριοποιήση γίνεται βάσει της κατασκευής/μορφής του σκελετού.
Η πρώτη κατηγορία, γνωστή στους ντόπιους ως “πλοκαριά”, αποτελείται από τα προαναφερθέντα πλαίσια και μία κατασκευή λεπτών κλαριών (λυγαριά) που πλέκεται γύρω από μικρότερα όρθια ξύλα (παρεμβαλλόμενα στα πλαίσια, τα οποία στερεώνονται σε ανοιγμένες φωλιές στις άνω παρειές των βασικών οριζόντιων ξύλων και σε συνεχόμενες εγκοπές στις κάτω παρειές τους). Η “πλοκαριά” αποτελεί και την επικρατέστερη μρφή τσατμά στην περιοχή του Πηλίου.
Το δεύτερο σύστημα που συναντήσαμε σε πολλά κτίσματα στο Τρίκερι περιλάμβανε το χώρισμα των βασικών πλαισίων με χιαστί αντιρήδες και την πλήρωση των κενών με αργούς μικρούς λίθους, συνδεδεμένους με λάσπη ή ασβεστοτσιμεντοκονίαμα.
Η τρίτη και τελευταία μέθοδος, από την οποία συναντήσαμε ελάχιστα παραδείγματα (καθώς ήταν μεταγενέστερη των άλλων και πιο διαδεδομένη στα αστικά κέντρα απ’ότι στους μικρούς οικισμούς, όντας πιο δαπανηρή), ήταν το γέμισμα του προαναφερθέντος συστήματος, με τις χιαστί αντηρίδες, με τούβλα συνδεδεμένα πάλι με ασβεστοτσιμεντοκονίαμα. Τα τούβλα τοποθετούνται σε οριζόντιες στρώσεις πάνω στο στρωτήρα, σε λοξές πάνω στις αντηρίδες και σε σχήμα ψαροκόκκαλου στα φατνώματα των κουφωμάτων.