ΣΤΕΓΕΣ
Η στέγη αποτελεί το τελευταίο μέρος των κατασκευών για την ανέγερση του κτηρίου. Στο Τρίκερι, οι στέγες είναι σχεδόν κατά αποκλειστικότητα τρίριχτες και τετράριχτες. Η κλίση που παίρνουν για την απορροή των ομβρίων είναι 23 μοίρες, σε αντίθεση με το υπόλοιπο Πήλιο όπου η κλίση αυτή κυμαίνεται κοντά στις 27. Η διαφορά αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι το Τρίκερι βρίσκεται σε χαμηλότερο υψόμετρο σε σχέση με υπόλοιπα χωριά του Νότιου Πηλίου και συνεπώς έχει ηπιότερο κλίμα με λιγότερες βροχωπτώσεις και χιονοπτώσεις.
Η στέγη σε γενικές γραμμές ακολουθεί το περίγραμμα της κάτοψης. Σε περιπτώσεις όμως που το σχήμα της κάτοψης είναι συνθετότερο, δηλαδή αποτελείται από πολλές εσοχές και εξοχές, τότε η στέγη δεν το ακολουθεί πάντοτε κατά γράμμα αλλά κατά τον απλούστερο δυνατόν τρόπο. Βασική αρχή των στεγών είναι άλλωστε η διατήρηση τους στα κατά το δυνατόν λιτότερα σχήματα (τετράγωνες, ορθογωνικές).
Για την ανέγερσή της η στέγη πατάει πάνω σε μία στρώση ξυλοδεσιάς («στρωτήρας»), η οποία ‘τρέχει’ περιμετρικά στο ανώτατο μέρος της λιθοδομής. Η ξυλοδεσιά αυτή έχει διπλό ρόλο: αφενός αποτελεί βάση για τη στήριξη της στέγης και αφετέρου ισχυροποιεί την κατασκευή καθώς την ‘δένει’ στο ανώτερο σημείο της. Για τον ίδιο αυτό σκοπό χρησιμοποιούνταν ακόμα οι «μασχάλες» ή «μαξιλάρια», δηλαδή μικρά οριζόντια ξύλα τα οποία καρφώνονται διαγώνια στις γωνίες του κτιρίου στην ανώτερη ξυλοδεσιά (Σκίτσο 1).
Η κατασκευή της στέγης στηρίζεται στο σύστημα δοκού επί στύλου (καθιστή στέγη). Το βασικό τρίγωνο που διαμορφώνει τον τύπο αυτό στέγης, η ονοματολογία των ξύλων και τα είδη των βασικών συνδέσεων απεικονίζονται στο Σκίτσο 2. Τα τρίγωνα αυτά τοποθετούνται ανά αποστάσεις των 1,20 έως 1,50 μ. περίπου. Σε κάθε τρίγωνο, τα φορτία μεταβιβάζονται μέσω του μπαμπά, των αμειβόντων και των ορθοστατών στο οριζόντιο δοκάρι και από εκεί στη λιθοδομή. Το οριζόντιο αυτό δοκάρι δέχεται πολύ μεγάλη καταπόνηση σε κάμψη και για το λόγο αυτό παίρνει μεγάλες διατομές και συνήθως ‘πατάει’ στο σημείο που δέχεται τα φορτία από το μπαμπά σε κάποιο κατακόρυφο στοιχείο της κατασκευής το οποίο ανεβαίνει μέχρι το ύψος της στέγης (τσατμάς ή συχνότερα μεσότοιχος). Το σύστημα αυτό μεταφοράς φορτίων περιγράφεται στο σκίτσο 3.
Ο μεσότοιχος συναντιέται στην πλειοψηφία των κτηρίων. Ένας τοίχος, δηλαδή, λίθινος μεγάλου πάχους (περ. 80 εκ.) ο οποίος χτίζεται παράλληλα στη μεγάλη διεύθυνση του κτηρίου χωρίζοντάς το σε δύο ενότητες. Ο τοίχος αυτός φτάνει έως το ύψος της στέγης, ενσωματώνοντας στη μια του παρειά το μπαμπά. Ο τοίχος αυτός ισχυροποιεί την κατασκευή του κτηρίου και συμβάλλει στην καλύτερη στήριξη της στέγης, αφού παραλαμβάνει όλα τα φορτία που μεταφέρει ο μπαμπάς στο οριζόντιο δοκάρι και τα κατεβάζει με ασφάλεια στο έδαφος. Είναι δυνατόν ο μεσότοιχος να απουσιάζει και να αντικαθίσταται από ξύλινα δοκάρια πολύ μεγάλης διατομής, αλλά η περίπτωση αυτή δε συνηθίζεται στο Τρίκερι.
Η επικάλυψη των στεγών γίνεται παραδοσιακά με σχιστόπλακες. Ο τρόπος κατασκευής της φαίνεται στο Σκίτσο 4. Άλλος τύπος πλήρωσης είναι με κεραμίδια, ο οποίος απαντάται όμως σε νεότερα παραδείγματα.
Σε ότι αφορά τη διάταξη των τριγώνων, αυτή απεικονίζεται στις παρακάτω κατόψεις οι οποίες αφορούν μία τυπική τετράριχτη ορθογωνική στέγη σε κτήριο ορθογωνικής κάτοψης με μεσότοιχο (Σκίτσα 5-7). Η τυπική αυτή διάταξη ακολουθείται σε γενικές γραμμές σε κάθε στέγη. Οι στέγες όμως στο Τρίκερι αποτελούν υπερστατικούς φορείς. Με άλλα λόγια, ανάλογα με τα ξύλα που διέθετε η κάθε ομάδα μαστόρων, η διάταξη αυτή συμπληρωνόταν με μικρότερα ή μεγαλύτερα ξύλα, πάντοτε σύμφωνα με τη λογική των τριγωνισμών.
Τα ξύλα που συνηθίζεται να χρησιμοποιούνται στο Τρίκερι για την κατασκευή της στέγης είναι κυρίως από έλατο αλλά απαντώνται ακόμα ξύλα από δρύ και καστανιά. Τα ξύλα αυτά είναι δυνατόν να δώσουν ικανοποιητικές διατομές για τη γεφύρωση μεγάλων ανοιγμάτων. Για το λόγο αυτό, συχνά τα ξύλα δεν σταματούσαν στο μεσότοιχο αλλά πατούσαν σε αυτόν και συνέχιζαν μέχρι την απέναντι πλευρά του κτηρίου.
ΓΕΙΣΑ
Τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις διαμόρφωσης των γεισών συναντήθηκαν στο Τρίκερι. Με προεξοχή των επιτεγίδων, με προεξοχή των περαστών και με εκφορά σχιστοπλακών («πλακογρηπίδα»).
1. προεξοχή των επιτεγίδων
Για τη διαμόρφωση του γείσου του τύπου αυτού, οι επιτεγίδες συνεχίζονται για περίπου 1μ. μετά την εξωτερική παρειά του πετρόχτιστου τοίχου, υποβοηθούμενες από το «ταμπάνι» όπως φαίνεται στο σκίτσο 8Α. Στη συνέχεια σανίδια καρφώνονται πάνω τους και ύστερα απλώνονται οι σχιστόπλακες. Ένα οριζόντιο ξύλο διατομής 6χ6 το οποίο να δένει τις επιτεγίδες στην άκρη τους από την πάνω πλευρά είναι πιθανό να συνηθιζόταν σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, ωστόσο δεν παρατηρήθηκε (σκίτσο 8Β). Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία αναφέρεται, ότι το ύψος των τεγίδων αυξάνεται σταδιακά από τον κορφιά προς τις άκρες ώστε να μειώνεται η κλίση της στέγης και να αποφεύγεται το «γλίστρημα» των σχιστοπλακών. Η τεχνική αυτή δεν παρατηρήθηκε, όμως δεν θεωρείται απίθανο να εφαρμόζεται κατά περιπτώσεις. Στην κάτω πλευρά των επιτεγίδων, κοντά στην άκρη τους, διαμορφωνόταν ένας ή δύο νεροσταλάκτες για την απομάκρυνση των ομβρίων πριν αυτά φτάσουν την όψη του κτηρίου.
2. προεξοχή των περαστών
Στον τύπο αυτό γείσου, οι επιτεγίδες τερματίζουν πάνω στις «περαστές», οι οποίες προεξέχουν 0,5-0,6 μ. από την εξωτερική επιφάνεια του τοίχου έχοντας στην κάτω τους πλευρά διαμορφωμένους νεροσταλάκτες. Τα σανίδια καρφώνονται πάνω στις επιτεγίδες και, όταν αυτές τερματίσουν, πάνω στις οριζόντιες περαστές. Έτσι η κλίση της στέγης εξομαλύνεται κοντά στις άκρες. Οι σχιστόπλακες στρώνονταν επάνω στα σανίδια αυτά. Όταν οι αποστάσεις των περαστών μεταξύ τους δεν είναι επαρκώς πυκνές, τότε χρησιμοποιούνται τα «ορφανά», ξύλα μικρότερης διατομής τα οποία στερώνονται στην ανώτατη ξυλοδεσιά και προεξέχουν για να παραλάβουν επιτεγίδες που δεν καταλήγουν σε κάποια περαστή. (Σκίτσο 9)
3. με εκφορά σχιστοπλακών («πλακογρηπίδα»)
Σχιστόπλακες που ξεκινούν από την ανώτατη ξυλοδεσιά συνεχίζονται εκφορικά προς τα έξω, σε προεξοχές που φτάνουν μέχρι το 0,5 μ. απο την εξωτερική παρειά του τοίχου. Από πάνω τους τερματίζουν οι προεξέχουσες επιτεγίδες, στις οποίες καρφώνονται σανίδια. Ως τελευταία στρώση απλώνονται οι σχιστόπλακες. Το κενό ανάμεσα στις εκφορικά τοποθετημένες σχιστόπλακες και τις προεξέχουσες επιτεγίδες κλείνεται με αργολιθοδομή. Για να εξασφαλιστεί ο απαραίτητος χώρος για την έδραση των σχιστοπλακών πάνω στην ανώτατη ξυλοδεσιά, οι περαστές καρφώνονται μόνο στην εσωτερική ξυλοδεσιά. (Σκίτσο 10)