Τα παράθυρα του τελευταίου πατώματος που ανοίγονται στους εξωτερικούς ελαφρούς τοίχους ( «τσατμάδες» ) , είναι αυτά που δίνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και την ιδιότυπη εικόνα στα παλιά πηλιορείτικα σπίτια. Πολυάριθμα και συνεχόμενα , τοποθετημένα στα διάστυλα του ξύλινου σκελετού , προσδίδουν στο χώρο του δοξάτου τον ημιυπαίθριο χαρακτήρα του και εξυπηρετούν την καλοκαιρινή χρήση του. Ακριβώς αυτή η μεταβατική έννοια του χώρου μεταξύ του υπαίθριου και των κλειστών δωματίων , όπως και η εποχιακή λειτουργία του, κάνουν περιττή τη χρησιμοποίηση τζαμλικιών και ιδιαίτερης φροντίδας μονώσεων. Έτσι τα παράθυρα αυτά κατασκευάζονται μόνο με σκούρα ( «κανάτια» ή «κεπέγκια» ). Οι διαστάσεις τους καθορίζονται από τα ανοίγματα του σκελετού ως προς το πλάτος . Το ανώφλι τους τοποθετείται σε ύψος 1.70 μ. περίπου , ώστε να επιτρέπει τη διάνοιξη σειράς παραθύρων –φεγγιτών σε δεύτερη ζώνη , από πάνω τους . Η ποδιά τους είναι πολύ χαμηλή στις περιοχές καθιστικών και λίγο μεγαλύτερη στους ενδιάμεσους χώρους με το χαμηλωμένο δάπεδο . Η τοποθέτηση της κάσας γινόταν μαζί με την συναρμολόγηση του σκελετού.
Ο συνηθέστερος και παλαιότερος στο Πήλιο τύπος παραθυρόφυλλων είναι αυτός των δίφυλλων απλών σανιδωτών – μιας μονοκόμματης σανίδας για κάθε φύλλο- περιστρεφόμενων γύρω από κατακόρυφο άξονα. Από τα μέσα του 19ου αι. θα εμφανιστούν και πιο προσεγμένες κατασκευές δίφυλλων παραθυρόφυλλων με ταμπλάδες , ενώ τα σκέτα σανιδωτά, 8α αποκτήσουν τραβέρσες για τη σύνδεση των σανίδων : τα μεγέθη των ξύλων μειώθηκαν , και τα ανοίγματα μεγάλωσαν.
Στα μεγάλα αρχοντικά κυρίως στις αρχές του 19ου αι. εφαρμόζεται συχνά ο τύπος του τρίφυλλου παραθυρόφυλλου : το επάνω μισό του ανοίγματος κλείνει με στρεφόμενο γύρω από οριζόντιο άξονα φύλλο , που ανασηκώνεται και στερεώνεται με σιδερένιο μάνταλο σε οριζόντια θέση ή σε ενδιάμεσες κεκλιμένες θέσεις , ενώ το κάτω μισό κλείνει με δύο φύλλα που ανοίγουν στρεφόμενα γύρω από κατακόρυφο άξονα. Η λύση αυτή εφαρμόζεται συνήθως στα κεντρικά παράθυρα του δοξάτου , στον καλόν όντα και στο κιόσκι. Αυτά τα παράθυρα είναι λίγο μεγαλύτερα από τα άλλα και κατασκευάζονται πάντοτε περαστά. Οι ταμπλάδες τους έχουν την καλή όψη προς τον εσωτερικό χώρο και είναι συχνά σκαλιστοί και αποχρωματισμένοι, συμμετέχοντας στην διακόσμηση και στο πολυτελές ύφος των χώρων υποδοχής.
Τα τρίφυλλα παραθυρόφυλλα , ιδιαίτερα δαπανηρά ,εγκαταλειφθήκαν νωρίς. Τα σπίτια μετά το 1840 , ακόμη και τα όψιμα μεγάλα αρχοντόσπιτα των Αιγύπτιων ,χρησιμοποιούν απλούστερες και φθηνότερες , ή πιο μοντέρνες λύσεις .
ΣΤΗΘΑΙΟ
Η πολύ χαμηλή ποδιά των παραθύρων συμπληρώνεται από προστατευτικά στηθαία που φράζουν το ένα τρίτο μέχρι και το μισό του ύψους του ανοίγματος. Η συνηθέστερη και φθηνότερη λύση έχει δοθεί με δύο ή τρείς οριζόντιες σιδερένιες ράβδους, που χρησιμεύουν και για τη στερέωση των στηριγμάτων των προς τα πάνω ανοιγόμενων «κανατιών» .’Άλλοτε πάλι, μάλιστα σε αρκετά αρχοντικά του πρώτου μισού του 19ου αι., τα στηθαία είναι ξύλινα σκαλιστά, συνήθως, με τορνευτά κάγκελα και κουπαστή , που στα διάστυλα ποικίλλεται με μικρά διακοσμητικά τοξύλλια. Τέτοιο συναντάμε στο αρχοντικό του Γεωργίου ( Μπλάνα – Κωνσταντινίδη ) .
ΕΞΕΛΙΞΗ
Φαίνεται, πάντως , ότι η τοποθέτηση παραθυρόφυλλων στα ανοίγματα του δοξάτου , στον ξύλινο σκελετό , ήταν ένα πρώτο βήμα προς τη μετατροπή αυτού του χώρου απ΄ το τελείως ανοιχτό χαγιάτι στον κλειστό χώρο υποδοχής, κατά τον προχωρημένο 18ο αι. Αργότερα εντυπωσίασε και η προσθήκη τζαμλικιών στους χώρους αυτούς : πρόκειται για το δεύτερο βήμα μετατροπής του χώρου σε καθαρά εσωτερικό, μόνιμα κατοικήσιμο. Η προσπάθεια είχε αρχίσει από παλιά , αλλά τα γυαλιά ήταν δυσεύρετα και δαπανηρά. Έτσι σε πολλά σπίτια άρχισαν να προστίθενται από τα μέσα του 19ου αι. κοινά ανοιγόμενα τζαμλίκια δίφυλλα , χωρισμένα με δύο ενδιάμεσα καϊτια
Βιβλιογραφία-Πηγές: Ιωάννης Κίζης (2007), Πηλιορείτικη Οικοδομία , Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς