Βυζίτσα

Ο εποικισμος της περιοχής

Σύμφωνα με το συγγραφέα, ο πρώτος επικοισμός του χωριού έγινε το 1650 μ.Χ. Στα Βυζαντινά χρόνια, πιθανότατα τον 7ο μ.Χ αιώνα πέρασε στον ελλαδικό χώρο (κυρίως στη Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο) από το βόρεια βαλκάνια ένα σλαβικό φύλο, ενώ κατά τον 11ο αιώνα πέρασαν και οι Βλάχοι. Οι πληθυσμοί αυτοί αναμείχθηκαν με το ντόπιο ελληνικό στοιχείο και απώλεσαν σταδιακά τα πολιτισμικά τους στοιχεία, όπως τη γλώσσα και τα έθιμά τους. Γύρω στο 1500 μ.Χ. οι πληθυσμοί αυτοί μαζί με Ηπειρώτες, Μοσχοπολίτες και Αρβανιτόβλαχους πέρασαν στο Πήλιο σε αναζήτηση ίσως καλύτερων συνθηκών ζωής.

            Κατά τις εκτιμήσεις του συγγραφέα, η περιοχή από τα Καλά Νερά έως τη σημερινή Βυζίτσα ήταν ακατοίκητη. Μετά την αναγνώριση του εδάφους και την έγκριση της καταλληλότητας του προσήλθαν οι πρώτοι "πρόσφυγες", δηλαδή περίπου 30 οικογένειες, οι οποίες έφτιαξαν τα αρχοντικά τους. Η εν γένει συμπεριφορά τους μαρτυρά ότι ήταν φοβισμένη και κυνηγημένοι, ενώ δεν υπάρχουν στοιχεία που να πιστοποιούν την ακριβή εθνοτική ή τοπολογική προσέλευσή τους. Η εγκατάστασή τους έγινε κατά ομάδες οικογενειών με συγγενικούς ή φιλικούς δεσμούς και κάθε ομάδα επέλεγε το σημείο εγκατάστασης της. Κριτήρια επιλογής ήταν το αθέατο της περιοχής από τη θάλασσα και η μεταξύ των σπιτιών εγγύτητα, ώστε να εξασφαλίζεται η προστασίας τους από τον κίνδυνο των επιδρομών.

            Ο επικοισμός συνεχίστηκε με την έλευση Ηπηρωτών, Μοσχοπολιτών και άλλων, οι οποίοι κατασκεύαζαν μικρότερα σπίτια. Οι πρωτοεγκαταστημένες οικογένειες, έμεναν σε μικρότερες κατοικίες, τα "παράσπιτα" μέχρι την ολοκλήρωση του αρχοντικού.

            Η διαρκής ανοικοδόμηση έδωσε στον οικισμό σαφή μορφή. Όταν θεσμοθετήθηκε η τουρκική διοίκηση επέβαλε τη δημιουργία Κοινότητας. Επομένως έπρεπε ο οικισμός αυτός να αποκτήσει όνομα. Ο ίδιος ο συγγραφέας εικάζει ότι το όνομα "Βυζίτσα" προήλθε από ένα φυτό που φύονταν εκείνη την εποχή σε μεγάλες εκτάσεις και ονομάζονταν από τους κατοίκους "βούζι", ενώ οι Ηπειρώτες το ονόμαζαν "βουζί" και στα σλαβικά "βουζίτσα" ονόμαζαν το φυτό "κουφοξυλιά" που συγγενεύει οπτικά με το "βούζι".

            Σύμφωνα με εκτιμήσεις του συγγραφέα ο οικισμός ολοκληρώθηκε έναν αιώνα μετά τον πρώτο εποικισμό του. Στοιχεία που ισχυροποιούν αυτή την άποψη είναι η ανέγερση δύο ναών του χωριού, η κατασκευή του εσωτερικού δικτύου δρόμων, τα λιθόστρωτα "καλντερίμια", η πλατεία με καταστήματα και ένα σχολείο, το οποίο λειτουργούσε εκεί όπου σήμερα είναι το σπίτι του Γιάννη Χαρίτου. Το νεκροταφείο ήταν πίσω από τον Ι.Ν της Ζωοδόχου πηγής. Τα αρχοντικά σπίτια χτίστηκαν κατά τη βορειοελλαδίτικη αρχιτεκτονική. Ο πληθυσμός των κατοίκων βάσει απογραφής που έκαναν οι ίδιοι σε άγνωστο χρόνο ανήλθε στους 610.

            Εικάζεται ότι τα πρώτα χρόνια η ζωή των κατοίκων ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Στη ζώνη βορείως του χωριού καλλιεργούνταν σιτάρι, καλαμπόκι κλπ. Σήμερα οι εκτάσεις αυτές είναι ακαλλιέργητες αλλά έχουν μείνει τα τοπωνύμια που μαρτυρούν τους παλιούς καλλιεργητές. Έπειτα υπήρξε φύτευση οπορωφόρων δένδρων σε μεγάλη έκταση και η καλλιέργεια του αμπελιού και σε μεγάλη περιοχή και η ελαιοκαλλιέργεια. Παράλληλα, αναπτύχθηκε και η καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα. Ανάπτυξη γνώρισε και η κτηνοτροφία.

            Η κοινωνική ζωή των κατοίκων του χωριού ήταν περιορισμένη. Οι δυσκολίες που πέρασαν ανέδειξαν το θρησκευτικό τους ένστικτο. Οι Κυριακές και οι γιορτινές ημέρες ήταν ουσιαστικές αργίες, ενώ σε κάποιες εορτές ακολουθούσε λαϊκό πανηγύρι στην πλατεία. Για τις κοπέλες τα πανηγύρια και ο εκκλησιασμός αποτελούσαν τις μόνες ευκαιρίες για κοινωνικοποίηση, καθώς περνούσαν την καθημερινότητά τους στο σπίτι. Οι γάμοι αποτελούσαν μια αποδεκτή "μακροχόνιας διάρκειας" συναλλαγή σύμφωνα με τα κρατούντα ήθη της εποχής.

Πηγή: Γραμμένος, Ν.Σ. ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΒΥΖΙΤΣΑ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ. 2014.