Βυζίτσα

Παράγοντες που επέδρασαν στον καθορισμό της μορφής του οικιστικού συνόλου

Υλικοί

Όπως είναι λογικό και αναλύεται στην ενότητα “τα κτήρια – δομική ανάλυση – υλικά”, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν τα υλικά που ήταν διαθέσιμα. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι εντόπια και τα πλέον διαδεδομένα είναι η πέτρα-σχιστόλιθος, το ξύλο καστανιάς και δρυός, η λάσπη, τα χόρτα και οι τρίχες ζώων. Σπανιότερη είναι η χρήση άλλων υλικών που δεν υπάρχουν στην περιοχή και απαιτούν ορισμένη επεξεργασία, όπως είναι το μέταλλο (μπρούντζος και σίδηρος). Όπως έχει αναφερθεί, είναι χαρακτηριστικό των κατοίκων του Πηλίου ο περιορισμός των άσκοπων μετακινήσεων, καθώς σπάνια μετακινούνταν σε άλλα χωριά για να εμπορευτούν πρώτες ύλες, εφόσον αυτές ήταν διαθέσιμες επί τόπου. Η εικόνα της Βυζίτσας, λοιπόν, εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των χωριών του Πηλίου, με υλικά, χρώματα και υφές τοπικές και φυσικές.

Εξίσου σημαντικό στοιχείο στη διαμόρφωση του οικιστικού συνόλου είναι και το κλίμα της περιοχής. Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή, η οποία βρίσκεται κοντά στη θάλασσα. Στην περιοχή αυτή, λοιπόν, οι χειμώνες δεν είναι δύσκολοι συγκριτικά με άλλες ορεινές περιοχές της Ελλάδας, ενώ τα καλοκαίρια είναι αρκετά ζεστά. Η ανάπτυξη των αρχοντικών γίνεται καθ' ύψος με βάση αυτούς τους κλιματικούς παράγοντες και οι στάθμες διαχωρίζονται στο “χειμερινό” (πρώτη και δεύτερη στάθμη) και το “καλοκαιρινό”. Ο ίδιος διαχωρισμός παρατηρείται και σε επίπεδο κάτοψης, όπου συνήθως το υπνοδωμάτιο βρίσκεται στο βορινό τμήμα του κτίσματος και είναι εξοπλισμένο με τζάκι. Σε αυτό το δωμάτιο διέμενε η οικογένεια κατά το χειμώνα, όταν οι συνθήκες έξω δεν επέτρεπαν μετακινήσεις. Τα δωμάτια αυτά, ώντας στο βόρειο τμήμα του σπιτιού, διέθεταν λίγα παράθυρα.

Επιπλέον, η τοπογραφία επηρέασε τη μορφή του οικισμού. Το ορεινό τοπίο του Πηλίου δυσχεραίνει τις μετακινήσεις, οπότε οι οικισμοί οργανώνονται γύρω από έναν κεντρικό πυρήνα και είναι αρκετά πυκνοκατοικημένοι, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι αποστάσεις μεταξύ των κτηρίων και κατ’ επέκταση και τις μετακινήσεις των κατοίκων. Η Βυζίτσα φαίνεται να είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του τρόπου δόμησης, καθώς η ίδια δομείται γύρω από έναν ή περισσότερους πυρήνες και δεν “απλώνεται” στην πλαγιά.

Ένα στοιχείο που παρατηρήσαμε και θεωρούμε ότι συνδέεται με το ανάγλυφο αλλά και τον προσανατολισμό της περιοχής, είναι ο προσανατολισμός όλων των κτηρίων προς το Νότο, ενώ η βορινή πλευρά τους είναι κλειστή και σε πιο ψηλό επίπεδο από τη νότια, είναι δηλαδή πιο κοντά στην κορυφή του βουνού. Στην προσπάθειά μας να το ερμηνεύσουμε καταλήξαμε στο ότι έγινε αρχικά με σκοπό να τους επιτρέψει να έχουν όλη την βορινή πλευρά κλειστή και παράλληλα να εκμεταλλεύονται πλήρως τη ζέστη και  τον ήλιος. Σε μεταγενέστερα κτίσματα θεωρούμε ότι ο προσανατολισμός αυτός τους επέτρεπε να έχουν θέα στον Παγασητικό και σε όλη την οροσειρά του Πηλίου.

Αναγνωρίζοντας ότι το χωριό τοποθετείται ανάμεσα από δύο ρέματα τα οποία παρείχαν στον οικισμό το απαραίτητο νερό αλλά και μελετώντας το δίκτυο που ορίζεται από τις κρήνες και τα ρυάκια που συναντώνται στον οικισμό, μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για το πού τοποθετούνταν τα σπίτια και οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρούμε ότι πολλά από τα πρώτα σπίτια χτίζονται κοντά στις κρήνες που σώζονται (στην είσοδο του χωριού, την πλατεία και τη “Μούσγα”, για καθαρά πρακτικούς λόγους που σχετίζονται με την τροφοδότηση των οικημάτων και των οικογενειών με νερό. Επίσης, το δίκτυο των αυλακιών που “τρέχουν” παράλληλα αλλά και ορισμένες φορές κάθετα στους στενούς δρόμους του χωριού μπορεί να μαρτυρά πού βρίσκονταν τα χωράφια των κατοίκων, αφού μέσω αυτού του δικτύου γινόταν η άρδευσή τους. 

Άυλοι (κοινωνικοί-οικονομικοί-πολιτισμικοί):

Η δύσκολη περίοδος της Τουρκοκρατίας κατά την οποία διαμορφώθηκε ο οικισμός της Βυζίτσας είχε καταλυτική επιρροή στον τρόπο δόμησης των κτηρίων και την οργάνωση του οικισμού καθώς οι κάτοικοι αναγκάζονταν να λαμβάνουν δραστικά μέτρα ώστε να επιτυγχάνουν το μεγαλύτερο δυνατό βαθμό ασφαλείας για τις οικογένειές τους. Αυτό αποτυπώνεται σε πολλά σημεία της οικιστικής συγκρότησης.

Καταρχάς, το παλαιότερο τμήμα του χωριού (το σημερινό βορειοδυτικό του τμήμα) ανεγέρθηκε σε τέτοιο σημείο όπου η οπτική επαφή με τη θάλασσα είναι πολύ περιορισμένη και σε ορισμένα σημεία ανύπαρκτη, ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος πειρατικών επιδρομών. Επίσης, στους εξωτερικούς χώρους σπανίζουν οι ανοιχτές εκτάσεις (πλατείες, ξέφωτα) και οι μεγάλοι δρόμοι όπου είναι δυνατή η συγκέντρωση μεγάλου πλήθους ατόμων (επιπλέον, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, η ανάπτυξη είναι πυρηνική και όλοι οι χώροι αυτής της ποιότητας εντοπίζονται εκτός του πυρήνα συγκρότησης).

Στα κτήρια ενσωματώνονται αμυντικά συστήματα τόσο στο κέλυφος (μεγάλο ύψος, φαρδιοί τοίχοι, μικρά παράθυρα κοντά στο έδαφος, καταχύστρες) όσο και στο εσωτερικό τους (αμπάρες και χαμηλά πρέκια στις πόρτες, τρύπες στα πλάγια των τοίχων που λειτουργούν ως πολεμίστρες.

Η μία βασική οικονομική ασχολία των κατοίκων ήταν η γεωργία. Όπως μάθαμε, οι κάτοικοι έφευγαν από το χωριό για μερικούς μήνες και μετακινούνταν προς το νότο, στα χωράφια και τους ελαιώνες. Έτσι, κάθε κάτοικος έπρεπε να έχει δύο κατοικίες. Η κατοικία στη Βυζίτσα αποτελούσε το “καλοκαιρινό”, αφού υποθέτουμε ότι οι κάτοικοι έφευγαν με το τέλος του καλοκαιριού ώστε να μπορούν να μαζέψουν τις ελιές την περίοδο Σεπτέμβρη-Δεκέμβρη, ενώ μόλις ξεκινούσε η άνοιξη και έλιωναν τα χιόνια ανέβαιναν και πάλι στη Βυζίτσα, για να ασχοληθούν με τη δεύτερη ασχολία τους, τη μεταξοποιία.

Η δεύτερη αυτή βασική τους ασχολία πραγματοποιούνταν στα σπίτια τους και πιο συγκεκριμένα στο “καλοκαιρινό”, τον πάνω τους όροφο. Το μετάξι υφαινόταν από μεταξοσκώληκες, τα κουκούλια των οποίων συλλέγονταν από τα δέντρα (συνήθως μουριές) του χωριού και μετά από κάποια επεξεργασία αφήνονταν να στεγνώσει στο κομμάτι αυτό του σπιτιού. Για να γίνει αυτό αποτελεσματικά απαιτούνταν ένας χώρος φωτεινός, ζεστός και διαμπερής, ακριβώς όπως ένα ανοιχτό χαγιάτι και ένας εξώστης σπιτιού.

Ο οικισμός γνώρισε ανάπτυξη μέσω των γεωργικών του λειτουργιών μέχρι την αρχή της μεταπολεμικής περιόδου όπου μεγάλος αριθμός κατοίκων της επαρχίας μετακόμισε σε αστικά κέντρα. Αυτό οδήγησε σε σταδιακή ερήμωση και υποβάθμιση του οικισμού, μέχρι την εποχή των ανακατασκευών του ΕΟΤ, η οποία συνοδεύτηκε και από νόμους διατήρησης του οικισμού. Τα συγκεκριμένα στοιχεία οδήγησαν το χωριό ξανά σε ανάπτυξη, αυτή τη φορά με βάση τον τουρισμό. Νέα κτίρια χτίστηκαν, νέα υλικά εισάχθηκαν και τα παλιά κτήρια ανακαινίστηκαν, οπότε και ο παραδοσιακός χαρακτήρας του αλλοιώθηκε.

Θεωρούμε ότι κοινωνικοί όροι, όπως είναι αυτός της θέσης του οικονόμου επηρέασαν με τη σειρά τους κάποιες δομές. Για παράδειγμα, η ύπαρξη του παράσπιτου σε κάθε αρχοντικό αλλά και η απουσία κουζίνας στο κυρίως κτίσμα, σήμαινε ότι υπήρχε κάποιος ο οποίος φρόντιζε για τα οικιακά εκτός του ιδιοκτήτη.

Όσον αφορά στην προσωπική υγιεινή, παρατηρήσαμε ότι όχι μόνο απουσίαζαν εγκαταστάσεις αποχέτευσης αλλά και αποχωρητήρια. Θεωρούμε ότι αυτό ήταν μέρος μιας ευρύτερης κουλτούρας απουσίας προσωπικής υγιεινής το οποίο εντοπίζεται αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό μόνο το μέρος της Ελλάδας.

Τέλος, το θρησκευτικό στοιχείο εντάσσεται και αυτό στα χαρακτηριστικά που επηρέασαν τον οικισμό, αφού εκκλησίες χτίστηκαν σε κεντρικά και περιφερειακά σημεία του χωριού. Τα κτήρια αυτά αποτέλεσαν άτυπα ή και τυπικά κέντρα, γύρω από τα οποία αναπτύχθηκαν άλλα κτίσματα. Είναι σημαντικό να θυμάται κανείς πως σε παλαιότερα χρόνια η εκκλησία με τις καμπάνες της αποτελούσε και στοιχείο επικοινωνίας, οπότε ήταν απαραίτητη σε κάθε οικισμό.

 

Βιβλιογραφία-Πηγές:
Ιωάννης Κίζης (2007), Πηλιορείτικη Οικοδομία , Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς

Γραμμένος, Ν.Σ. ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΒΥΖΙΤΣΑ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ. 2014.