Βυζίτσα

Aρχιτεκτονικές περίοδοι

Η πρώτη αρχιτεκτονική περίοδος ή περίοδος της «πρώιμης πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής» περιλαμβάνει κτήρια που χτίστηκαν μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα και χαρακτηρίζουν μια περίοδο δημιουργικής προεργασίας. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πύργοι, οι πρώτοι από τους οποίους ήταν επηρεασμένοι από τα πυργόσπιτα των Τούρκων τσιφλικάδων της Θεσσαλίας και ορισμένοι από τους οποίους σώζονται μέχρι τις μέρες μας αλλά με αλλοιώσεις. Είναι τριώροφα ή τετραώροφα κτίσματα με τετράγωνη κάτοψη, χτισμένη με λίθους ενώ στα πατώματα αναμειγνύεται η πέτρα με το ξύλο. Η οχυρωμένη κατασκευή, ο συμπαγής και μεγάλης έκτασης πέτρινος κορμός τους, οι διπλοί τοίχοι, οι πολεμίστρες, η υπερυψωμένη είσοδος με την ειδική καταπακτή από πάνω («ζεματίστρα»), τα λίγα και μικρά συμμετρικά παράθυρα και οι εξώστες ή «εξώστεγα» στον τελευταίο όροφο, που στηρίζονται σε ξύλινες αντηρίδες, είναι μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά των σπιτιών εκείνης της εποχής. Ελάχιστοι τέτοιοι πύργοι διασώζονται μέχρι τις μέρες μας ενώ πολλοί από αυτούς έχουν δεχτεί μεταγενέστερες επεμβάσεις που έχουν αλλοιώσει την αρχική τους φυσιογνωμία.

Η δεύτερη αρχιτεκτονική περίοδος ή «κλασική περίοδος», με οικήματα βορειοελλαδίτικου τύπου, καλύπτει τους χρόνους μεταξύ του 1750 και του 1850 και εδώ κάνει την εμφάνισή του το αστικό αρχοντικό. Τώρα τα αρχοντικά χτίζονται από Ηπειρώτες και Μακεδόνες πρόσφυγες που έχουν εγκατασταθεί στο Πήλιο. Από αυτούς ξεχωρίζουν οι Ζουπανιώτες μαστόροι, με καταγωγή από την περιοχή του Πεντάλοφου Κοζάνης, που ονομαζόταν τότε Ζουπάνι, με πρωτοστάτη τον ξακουστό Δήμο Ζηπανιώτη. Το πλήθος των αρχοντικών που κατασκευάζονται τώρα διαθέτει πέτρινη βάση που σχηματίζει ορθή και κάθετη γωνία (Γ) και δύο ή τρεις ορόφους, ενώ η κατασκευή του θυμίζει πολύ τους πρώιμους πύργους. Είναι σπίτια με ειδικά διαμορφωμένους χώρους για διάφορες χρήσεις, ενισχυμένα με ξυλοδεσιές ανά διαστήματα και με τους πάνω ορόφους κατασκευασμένους από ελαφρύ υλικό, τον τσατμά. Το ισόγειο των σπιτιών αυτών, γνωστό ως «κατώι», διαθέτει λίγα και μικρά παράθυρα και χοντρούς πέτρινους τοίχους που διατηρούν χαμηλή και σταθερή τη θερμοκρασία ενώ χρησιμεύει ως αποθηκευτικός χώρος. Ακολουθεί από πάνω ο α’ όροφος ή μεσοπάτωμα, με το χαμηλό ταβάνι και τα τζάκια του, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη χειμερινή διαμονή. Στον τρίτο και τελευταίο όροφο ελαφριάς κατασκευής, που χρησιμοποιείται για την καλοκαιρινή διαμονή, υπάρχει η κύρια είσοδος του κτηρίου καθώς και πολλά και μεγάλα παράθυρα, πάνω από τα οποία υπάρχουν πολύχρωμοι φεγγίτες. Στον όροφο αυτόν συναντά κανείς και το «δοξάτο», έναν μεγάλο χώρο που καταλαμβάνει την πρόσοψη του κτηρίου και επικοινωνεί με τα υπόλοιπα δωμάτια και τον «καλόν οντά» ή «μουσαφίρ οντά», τον κύριο χώρο υποδοχής. Ο πάνω όροφος συνήθως εξέχει των κάτω ορόφων, δημιουργώντας τα «σαχνισιά». Η στέγη σκεπάζεται με πηλιορείτικες σχιστολιθικές πλάκες ενώ προεξέχει και προστατεύει έτσι το οίκημα από διάφορες καιρικές συνθήκες. Στον εσωτερικό χώρο του σπιτιού υπάρχει πλούσιος ζωγραφικός διάκοσμος και τοιχογραφίες, ειδικότερα στον καλόν οντά, και ξυλόγλυπτες πόρτες και ντουλάπια. Στον εξωτερικό διάκοσμο των κτηρίων ξεχωρίζουν τα λιθανάγλυφα, τα διακοσμητικά μοτίβα και οι επιγραφές.

Η τρίτη αρχιτεκτονική περίοδος ή «ύστερη πηλιορείτικη αρχιτεκτονική» χαρακτηρίζει την τριακονταετία 1860-1890, όπου πλούσιοι επαναπατρισμένοι Αίγυπτιώτες Πηλιορειτες φέρνουν νεα στοιχεία στην μορφή των σπιτιών τους. Είναι πιο σύγχρονα και καινοτόμα, εμπλουτισμένα με «ακαδημαϊκά στοιχεία» και επηρεασμένα από αιγυπτιώτικες αρχιτεκτονικές μορφές της εποχής, ενώ σηματοδοτούν το πέρασμα από την παραδοσιακή στη νεοκλασική αρχιτεκτονική. Οι συνθήκες έχουν γίνει ομαλές πλέον. Τα κτίσματα χάνουν τον οχυρό χαρακτήρα τους. Και αυτά τα αρχοντικά διαθέτουν δύο ή τρεις ορόφους ενώ χαρακτηρίζονται από τις λιτές γραμμές, τις μαρμάρινες λεπτομέρειες και τις απόλυτα συμμετρικές όψεις. Περίτεχνες ξύλινες εξώπορτες, μεγάλα και συμμετρικά παράθυρα, σιδερόφρακτα μπαλκόνια, μεγάλες σκάλες και τρίβολα τόξα συμπληρώνουν την κατασκευή ενώ τώρα η κεντρική είσοδος συνδέεται απευθείας με την μακρόστενη σάλα. Χρησιμοποιούνται κλασικιστικές ή φραγκολεβαντιτικες πλάστικές και ζωγραγικές διακοσμήσεις. Ο πιο ουσιαστικός νεωτερισμός εκφράζεται στην αλλαγή της διαρρύθμισης των χόρων.

Βιβλιογραφία-Πηγές: ''Πηλιορείτικη οικοδομία'' του Ιωάννη Κίζη