Η ανάπτυξη του οικισμού ξεκίνησε γύρω απο το σημείο που αποτελεί σήμερα την πλατεία της Βυζίτσας.
Το συγκεκριμένο σημείο υπήρξε αρχικά σταυροδρόμι δύο βασικών αρτηριών, γεγονός που του προσέδωσε σημαντικό δημόσιο χαρακτήρα.
Στο πλαίσιο αυτό, λίγο νοτιότερα από την πλατεία, η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής αποτέλεσε από το 18ο αιώνα ένα δεύτερο κέντρο για το χωριό, σε άμεση σύνδεση με την πλατεία αλλά μικρότερης σημασίας.
Το χωριό αναπτύχθηκε κατα μήκος των τοπογραφικών γραμμών του Πηλίου με στόχο την, όσο το δυνατόν, ισουψή ανάπτυξη του δικτύου κίνησης και την αποφυγή ανεβασμάτων ή κατεβασμάτων που θα λειτουργούσαν αρνητικά στην καθημερινότητα του χωριού.
Το παλαιότερο κομμάτι εκτείνεται στο δυτικό μέρος του οικισμού (δυτικά της πλατείας). Η αρχική του τοποθέτηση στο σημείο αυτό αναλογεί στη αποκομένη οπτική του σύνδεση με τη θάλασσα, συνθήκη ζητούμενη για την εποχή εκείνη εξαιτίας του αυξημένου κινδύνου λόγω πειρατείας.
Μετά το πέρας της εποχής εκείνης ο οικισμός εξαπλώθηκε πρός τα ανατολικά. Η εν λόγω κίνηση οφείλεται στο γεγονός ότι οι κάτοικοι προσπάθησαν να εποφελειθούν της γεωγραφικής θέση της πλαγίας που προσφέρει θεα, δεδομένης της υποχώρησης της πειρατείας και παρόμοιων κινδύνων.
Η διάνοιξη του κεντρικού δρόμου της Βυζίτσας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα (δεκαετία του '70) οδήγησε στη μεταβολλή του μοτίβου ανάπτυξης του οικισμού. Τα νέα κτήρια καταλάμβαναν εκτάσεις στις πλευρές του νέου δρόμου, με το σημαντικότερο σύνολο αυτών να αποτελεί το νοτιότερο μέρος της Βυζίτσας. Σ' αυτό, η πλειοψηφία των κτηρίων χτίστηκαν μετά τη δημιουργία της αρτηρίας, με σαφείς μορφολογικές και κατασκευαστικές διαφορές. Εξαίρεση αποτελεί η περιοχή κοντά στην εκκλησία Ζωοδόχου Πηγής.
Η επι τόπου καταγραφή των κτηρίων οδήγησε σε εντοπισμό πάνω από 300 κτισμάτων στη Βυζίτσα.
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα των κτηρίων της Βυζίτσας αποτελούν ο καθολικός προσανατολισμός των κτηρίων με πρόσοψη στο νότο και η ανυπαρξία ανοιγμάτων στη Βορεινή (και πιο κρύα) πλευρά τους.
Στον πάνω όροφο (στις προεξοχές) των σπιτιών βρίσκονται τα «καλοκαιρινά δωμάτια». Για το λόγο αυτό παρατηρούνται στους χώρους αυτούς πολλά παράθυρα και ανυπαρξία τζακιού. Η διημέρευση γίνεται στους νόριους χώρους, ενώ τα υπνοδωμάτια εντάσσονται στη βόρεια πλευρά του κτίσματος.