Τα αντιπροσωπευτικά δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στον οικισμό του Αγ. Ιωάννη εντοπίζονται κατά κύριο λόγο σε κτίρια με λειτουργία κατοικίας και διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες τύπων, δύο εκ των οποίων φαίνεται να επικρατούν.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο πιθανότατα πρώτος εξελικτικά τύπος κατοικίας. Πρόκειται για το χαρακτηριστικό ορθογώνιο «μακρυνάρι». Τμήμα του ορθογωνίου ορόφου επικάθεται στον φυσικό βράχο, ο οποίος λόγω έντονης κλίσης δημιουργεί κενό στην προβολή του υπόλοιπου. Ο κενός χώρος αυτός αξιοποιείται για την έδραση του ισογείου. Το ισόγειο δεν φέρει καμάρα αλλά ξύλινο πάτωμα, το οποίο αποτελεί το κατακόρυφο διαχωριστικό του με τον όροφο. Στο ανώτερο επίπεδο η λειτουργική διάρθρωση γίνεται σε δύο χώρους, έναν διημέρευσης και έναν διανυκτέρευσης, ενώ το κατώτερο επίπεδο χρησιμοποιείται ως αποθήκη ή στέγαση ζώων.
Το επόμενο στάδιο της δοθείσας τυπολογίας είναι το κλειστό διώροφο δίχωρο ή τρίχωρο ορθογώνιο (μακρυνάρι) είναι με τη στενή του πλευρά προσανατολισμένη κάθετα στις υψομετρικές. Πρόκειται ξανά για ένα ορθογώνιο με λόγο πλευρών 1:2. Η είσοδος στον ισόγειο χώρο γίνεται από την πλατιά πλευρά, στο σημείο με το χαμηλότερο υψόμετρο εδάφους. Ο χώρος διαχωρίζεται λειτουργικά εσωτερικά καθώς το ένα ήμισυ φέρει λιθόκτιστη καμάτα και το άλλο ξύλινη οροφή. Τυπικά, παρατηρείται ύπαρξη ενός ή δύο παραθύρων, ενώ σε πληθώρα κτιρίων αυτής της τυπολογίας βρέθηκε μια χαρακτηριστική οπή στην καμάρα της οποίας η ύπαρξη αποδίδεται στην διευκόλυνση μεταφοράς αχύρου από τον όροφο. Κύρια χρήση του ήταν η αποθήκευση τροφίμων ή/και η στέγαση ζώων. Στον όροφο, η είσοδος γίνεται ξανά από την πλατιά μεριά, αλλά από το ανώτερο σημείο εδάφους μέσω κλιμακοστασίου. Εσωτερικά, μπορεί να είναι δίχωρος ή τρίχωρος και αποτελείται από τον χώρο προετοιμασίας φαγητού και μία ή δυο καμάρες αντίστοιχα, η μεγαλύτερη εκ των οποίων λειτουργεί ως σάλα. Τα παράθυρα του ορόφου διατάσσονται περιμετρικά και συμμετρικά σε τρεις πλευρές του ορθογωνίου. Χαρακτηριστικό στοιχείο αποτελεί και το τζάκι, του οποίου η θέση είναι προκαθορισμένη στο κέντρο της πίσω στενής παρειάς του «μακρυναριού». Το μοτίβο των πατωμάτων ακολουθεί αυτό του ισογείου με λίθινο ασβεστωμένο οριζόντιο τμήμα που δημιουργείται άνω της καμάρας και ξύλινο πάτωμα, αντίστοιχα της οροφής του ισογείου. Η στέγη είναι ξύλινη με εμφανή ψαλίδια, φέρει αέτωμα στην στενή πλευρά (καθώς συνήθως αυτή συνορεύει με τον βράχο και εκεί απολήγει η καμινάδα από το τζάκι), είναι τρίρριχτη και καλύπτεται από κεραμίδια.
Η τελευταία και μεταγενέστερη εξελικτική μορφή της προηγούμενης κατηγορίας τυπολογία κατοικίας είναι η τύπου «Γ». Πρόκειται ακριβώς για την ίδια χρήση υλικών και οργάνωση λειτουργιών ανά τους χώρους, με μόνη διαφορά την απόλιξη της σκάλας του ορόφου στο δώμα της επέκτασης , το επονομαζόμενο «λιακό». Πρόκειται για την προέκταση του ισογείου, που το μετατρέπει από σχήμα ορθογωνίου σε σχήμα «Γ» λόγω της ανάγκης αύξησης του αποθηκευτικού χώρου για εργαλεία ή ζώα. Στον όροφο το δώμα του, δηλαδή το «λιακό» αποτελεί ένα είδος εξώστη από το οποίο πραγματοποιείται πλέον και η είσοδος. Αν και υπάρχουν ενδείξεις λιθόκτιστων τέτοιων προεκτάσεων, στην συντριπτική τους πλειοψηφία κατασκευάζονται από μπετόν στις αρχές του 20ου αιώνα με την μαζική εισαγωγή του υλικού στις οικοδομές. Συναντάται επίσης, επέκταση και του ορόφου με την προσθήκη ακόμη μιας καμάρας. Το κτήριο τύπου «Γ» είναι ίσως ο επικρατέστερος τύπος παραδοσιακής αρχιτεκτονικής (με προσθήκη) της περιοχής.