Το δίκτυο των δρόμων αποτελείται συνήθως από δαιδαλώδη, μικρά σοκάκια με ένα μέρος του δρόμου σε υψηλότερο επίπεδο και μία ράμπα με μεγάλη κλίση που οδηγεί σε αυτό, συνθήκη που προκύπτει λόγω του αναγλύφου και της άναρχης δόμησης, η οποία μετά έπρεπε να περιοριστεί, ως έναν βαθμό, για την διάνοιξη και την ασφαλτόστρωση δρόμων. Εξαίρεση αποτελεί η κεντρική οδική αρτηρία του χωριού, με πολύ μεγαλύτερο πλάτος, αλλά και το άλλο άκρο, δηλαδή εξαιρετικά στενά σοκάκια με δύσκολη πρόσβαση μόνο από άνθρωπο.
Η μορφή που επαναλαμβάνεται στον χώρο είναι το επίπεδο του δρόμου και κάθετα σε αυτό από την μία πλευρά ένα διώροφο συνήθως κτίσμα, ενώ από την άλλη το υψηλότερο επίπεδο με έναν καινούργιο δρόμο, πάλι με ένα διώροφο σπίτι. Αυτή η μορφή μεταβάλλεται ανάλογα με το πλάτος του δρόμου, δηλαδή αποκτά μεγαλύτερη ελευθερία και απρόσκοπτη θέα σε κτίσματα του κεντρικού δρόμου ή σε κάποια τυχαία πλατώματα, ή αντίθετα μια αίσθηση περιορισμού και επιβαλλόμενης φυγής όταν πρόκειται για στενά σοκάκια που χωρίζουν κατοικίες ανάμεσα σε πυκνό δομημένο ιστό.