Το κτήριο είναι κτισμένο σε οικόπεδο του οποίου οι δυο πλευρές έχουν πρόσωπο σε δυο πολύ στενούς δρόμους (πλάτους ενάμιση μέτρου), ενώ οι άλλες δυο συνορεύουν με τα όμορα οικόπεδα.
Η κάτοψη είναι γάμα και είναι τοποθετημένο με τέτοιο τρόπο στο οικόπεδο ώστε οι δύο εξωτερικές επιμήκεις πλευρές να εφάπτονται στις δυο πλευρές του οικοπέδου που υλοποιούν τα όμορα όρια. Έτσι οι πίσω όψεις του κτηρίου δεν αφήνουν απόσταση Δ από τα όρια και οι πλαϊνές όψεις (στενές) εφάπτονται στη ρυμοτομική γραμμή. Τα σημεία όπου η απόσταση μεταξύ της ρυμοτομικής και οικοδομικής γραμμής είναι περίπου επτά μέτρα είναι οι όψεις, έτσι δημιουργείται μια παραλληλόγραμμη αυλή μπροστά στις όψεις. Δεδομένου ότι στα όμορα οικόπεδα τα κτίσματα δεν εφάπτονται, το κτήριο καθίσταται πανταχώθεν ελεύθερο.
Αποτελείται από δυο επίπεδα, εκ των οποίων το κατώτερο είναι ελάχιστα ημιυπόγειο. Το κτήριο στεγάζεται με δύο τρίριχτες στέγες σε κάθε κλάδο του γάμα, η ένωση των οποίων οδηγεί σε μια τετράριχτη στέγη συνολικά. Η στέγη αποτελείται από ξύλινο φέροντα οργανισμό πάνω στον οποίο επικάθονται βυζαντινά κεραμίδια. Τα κουφώματα είναι ξύλινα καρφωτά σε όλες τις όψεις του, ακολουθώντας το μοντέλο του εξωτερικού υαλοστασίου και εσωτερικού σκούρου. Επίσης ξύλινες καρφωτές είναι όλες οι πόρτες, εσωτερικές και εξωτερικές. Το πάτωμα του ορόφου είναι ξύλινο και ο φέροντας οργανισμός του πατώματος είναι λίθινος θόλος επιμήκης παράλληλος στην μεγάλη διάσταση της κάτοψης. Μπροστά στην είσοδο του ορόφου υπάρχει, στεγασμένο με ξύλινη δευτερεύουσα στέγη, ξουστάγι που στηρίζεται σε κτιστό διαμήκη θόλο με διεύθυνση κάθετη σε αυτή του κυρίως κτηρίου και η πρόσβαση στο ξουστάγι από το επίπεδο της αυλής, γίνεται με πετρόχτιστη σκάλα με διεύθυνση κάθετη στην διεύθυνση του ξουσταγίου, από μεγάλες παραλληλεπίπεδες πελεκημένες πέτρες. Οι τοίχοι είναι κτισμένοι με πέτρα, πάχους εξήντα εκατοστών και αποτελούν τον φέροντα οργανισμό του κτηρίου. Οι εσωτερικές διαρρυθμίσεις είναι από λεπτούς τοίχους που δεν είναι φέροντες, με δομικά στοιχεία καλάμια με σοβά. Κατά την είσοδο στον όροφο, η πρόσβαση στους χώρους δίνεται από έναν γωνιακό στενό χώρο ( χώλ). Τα κύρια δωμάτια είναι τρία μεγάλα στα κύρια σημεία της κάτοψης (δύο άκρες και γωνία) τα οποία είναι ευήλια εξαιτίας συμμετρικών στις γωνίες, ζευγών παραθύρων σε κάθε εξωτερικό τοίχο, μεσολαβώντας ανάμεσά τους δυο μικρότερα δωμάτια, λιγότερο ευήλια εξυπηρετώντας τους υγρούς χώρους της κατοικίας. Όλοι οι χώροι του ορόφου είναι ψηλοτάβανοι (περίπου τρεισήμισι μέτρα καθαρό ύψος). Στο δωμάτιο που βρίσκεται στο γάμα της κάτοψης βρίσκεται τζάκι.
Στο ισόγειο το δάπεδο είναι το έδαφος και δεν υπάρχουν εσωτερικές διαρρυθμίσεις. Η είσοδος στο ισόγειο στεγάζεται από το ξουστάγι. Το ύψος είναι περίπου δύο και μισό μέτρα.
Στις πλευρές του οικοπέδου που έχουν πρόσωπο στους δρόμους, έχει κατασκευαστεί λιθόκτιστη μάντρα ύψους περίπου δύο μέτρων, οριοθετώντας έτσι την ιδιοκτησία. Ολόκληρη η μικρή πλευρά της μάντρας καθώς και τρία μέτρα από τον άλλο κλάδο της, αποτελούν δομικό στοιχείο για την κατασκευή θολωτού ισόγειου χώρου στην αυλή, το δώμα του οποίου είναι βατό από το ξουστάγι. Ο ισόγειος αυτός χώρος, εφάπτεται στο κτήριο και έχει δυο προσβάσεις εκ των οποίων η μια είναι με άμεση πρόσβαση στο δρόμο (δίνοντας μια πολύ ενδιαφέρουσα όψη στην ίδια την μάντρα) ενώ η άλλη αντικρυστά της πρώτης δίνει πρόσβαση στην αυλή. Ο χώρος στεγάζει χτιστό ξυλόφουρνο και πηγάδι.
Η εναπομείνασα αυλή, η οποία αποκαλύπτεται στον επισκέπτη καθώς εισέρχεται από ξύλινη αυλόπορτα, αποτελεί αίθριο χώρο ο οποίος δίνει την δυνατότητα επιλογής κίνησης προς το ισόγειο του κτηρίου, προς τον ισόγειο βοηθητικό δώμα και προς τη σκάλα που οδηγεί τον όροφο. Και οι δυο αναφερόμενες είσοδοι πάνω στη μάντρα, πλαισιώνονται με παραστάδες.
Η κατάσταση του κτηρίου σήμερα, φαίνεται να πάσχει ως προς τη στατική επάρκεια του ισόγειο θολωτού χώρου της αυλής και της στέγης του κυρίως κτηρίου όπου έχει καταρρεύσει στο ένα άκρο της. Οι υπόλοιποι χώροι δείχνουν σε σχετικά πολύ καλύτερη κατάσταση. Το κτήριο είναι ακατοίκητο.