Στα πλαίσια της εργασίας η ομάδα κλήθηκε με την επί τόπου μελέτη, μαρτυρίες και βιβλιογραφία να απαντήσει σε ερωτήματα σχετικά με το πώς και γύρω από τι αναπτύχθηκε ο οικισμός του Λεωνιδίου, καθώς και ποια γεγονότα συντέλεσαν την κατάσταση αυτή. Μετά από διασταύρωση των παραπάνω τεκμηρίων αναπτύχθηκε η ακόλουθη θεωρία.
Στο Λεωνίδιο αρχικά οι κάτοικοι των ορεινών χωριών της νότιας Κυνουρίας είχαν τις χειμερινές τους κατοικίες, οι οποίες ήταν κυρίως καλύβες και οι πιο εύποροι κάποια πρώιμα ως προς την τυπολογία διώροφα μακρινάρια. Αυτές οι δύο πρωταρχικές τυπολογίες ως προς τον οικισμό χωροθετούνται σε υψώματα, ώστε να έχουν οπτική επαφή με την θάλασσα και να προστατεύονται σε περιόδους πειρατείας. Βάσει των παραπάνω, οι πρώτοι πυρήνες τοποθετούνται ψηλά στο σημερινό κέντρο για τους πιο εύπορους και δυτικά της περιοχής Στάη για τους ασθενέστερους οικονομικά.
Κομβικό σημείο για την εξελικτική πορεία του Λεωνιδίου ήταν το 1826μ.Χ., όταν ο Ιμπραήμ έκαψε τον Πραστό, που είχε ως αποτέλεσμα οι κάτοικοι του Πραστού να μετεγκατασταθούν στο Λεωνίδιο (έτσι προέκυψε και η οδός Πραστού ψηλα στο κέντρο) φέρνοντας μαζί τους και το ξυλόγλυπτο τέμπλο από την Μητρόπολη του Πραστού στην Μητρόπολη του Λεωνιδίου. Η μεγάλη εισροή κατοίκων από τον Πραστό στο Λεωνίδιο για τα δεδομένα της εποχής επέφερε την ανάγκη της δημιουργίας δύο επιπλέων οικιστικών πυρήνων. Ένας στο κέντρο της περιοχής του Στάη και ο άλλος σε ύψωμα του Κοίλασου.
Μετά την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας του Ελληνικού κράτους επήλθε το τέλος της πειρατείας και ξεκίνησε μια τάση καθόδου των παραπάνω πυρήνων προς το ρέμα Δάφνων και ταυτόχρονα η ενοποίησή τους. Παράλληλα παρατηρείται εξάπλωση ανατολικά προς την περιοχή Σία. Σε όλα αυτά τα στάδια παρατηρούμε πιο έντονα την μετεξέλιξη της τυπολογίας της καλύβας δηλαδή το διώροφο πλατυμέτωπο και στη συνέχεια το αρχοντικό τύπου Γ αλλά και τα πρώτα νεοκλασικά.
Η πληθώρα των τυπολογιών καταδεικνύει κοινωνική και ταξική διαφορά. Η ανισότητα αυτή δεν διαφαίνεται τόσο στα δυτικά και κεντρικά της περιοχής του Στάη. Αντιθέτως στο σημερινό κέντρο καταγράφονται διαφορές δεδομένου ότι η εξέλιξη του κέντρου ήταν πιο γρήγορη από την εξέλιξη και αποκρυστάλλωσης της τυπολογίας το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια στο κέντρο να παρατηρούνται όλες οι τυπολογίες και οι δομή να είναι πιο πυκνοκατοικημένη.
Από το τοπογραφικό του 1864 μ.Χ. το Λεωνίδιο φαίνεται να πήρε σε μεγάλο βαθμό την σημερινή του εικόνα με το κέντρο πιο πυκνοκατοικημένο και πιο αραιοκατοικημένα προάστια. Άξιο αναφοράς είναι ότι όλη αυτή η απότομη εξέλιξη που περιγράφεται δεν ήταν προϊόν ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος αλλά διαφόρων συγκυριών που έγιναν μέσα σε λίγα χρόνια από το 1826 μέχρι και το 1864, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του Λεωνιδίου χωρίς σχεδιασμό. Η εξελικτική συνεχίζεται με την εξάπλωση στα Ανατολικά προς την θάλασσα όπου παρατηρούνται και τα πιο σύγχρονα σπίτια στο Λεωνίδιο.
Προσπαθώντας να εντοπίσουμε τους πυρήνες γύρω από τους οποίους αναπτύχθηκε ο οικισμός, εξετάσαμε το ενδεχόμενο να αναπτύχθηκαν γύρω από κάποια εκκλησία, όμως αυτό δεν θα μπορούσε να ισχύει γιατί στον δυτικό πρωταρχικό πυρήνα δεν είχε κάποια εκκλησία. Εξαιτίας δυο χείμαρρων που περνούσαν διαμέσου αυτών των πυρήνων και κατέληγαν στο ρέμα, εικάζεται ότι αποτέλεσαν τη βάση εξέλιξης των πυρήνων. Οι δύο νέοι πυρήνες, αν και υπήρχε το στοιχείο του νερού, αναπτύχθηκαν γύρω από την εκκλησία, ειδικά αυτός στο Στάη γύρω από την νέα Μητρόπολη του Λεωνιδίου.