Λεωνίδιο (Τμήμα Α -Στάη)

Συμπεράσματα

Το Λεωνίδιο είναι κωμόπολη του Νομού Αρκαδίας και πρωτεύουσα του Δήμου Νότιας Κυνουρίας. Είναι χτισμένο στους πρόποδες του Πάρνωνα και χωρίζεται από τον ποταμό Δαφνώνα. Το γεωλογικό ανάγλυφο που περιβάλλει το Λεωνίδιο χαρακτηρίζεται από έντονες εναλλαγές, όπου επικρατεί αφενός το ορεινό και άγονο έδαφος, με αποκορύφωμα τον γυμνό κόκκινο βράχο στο βόρειο τμήμα του Λεωνιδίου γνωστό και ως κοκκινόβραχο, και αφετέρου η μεγάλη καλλιεργήσιμη πεδιάδα στα ανατολικά που καταλήγει στην θάλασσα.

Το γενικότερο κλίμα της περιοχής επηρεάζεται έντονα από την τοποθεσία και από την τοπογραφία της. Το χαμηλό υψόμετρο και η κοντινή απόσταση από τη θάλασσα έχουν ως αποτέλεσμα ήπιους χειμώνες, ενώ τα ψηλά βουνά που περιβάλουν τον οικισμό ανακόπτουν την πορεία των ανέμων. Το καλοκαίρι επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες.

Η σημερινή εικόνα του οικισμού  χαρακτηρίζεται από το πυκνοκατοικημένο κέντρο κυρίως με τα παλαιά κτήρια και απο τα αραιοκατοικημένα προάστια, στα οποία παρατηρούνται νεόδμητα κτήρια σποραδικά στον οικισμο. Η τάση εξέλιξης του οικισμού είναι φανερή στα Ανατολικά, προς την παραθαλάσσια περιοχή, όπου εμφανίζονται και τα πιο σύγχρονα σπίτια στο Λεωνίδιο.

Ο οικισμός του Λεωνιδίου χωρίζεται σε τρεις βασικές περιοχές, τη Σία, τη Στάη και το Κοίλασο. Οι δύο πρώτες χωρίζονται διακριτά από την τελευταία, μέσω του ρέματος του Δαφνώνα, και καταλαμβάνουν το βόρειο μέτωπο της περιοχής.

Η περιοχή Στάη, το δυτικό κομμάτι του Λεωνιδίου, αποτελεί ένα από τους βασικούς πυρήνες από τους οποίους αναπτύχθηκε ο αρχικός οικισμός. Διαμέσου της Στάη και της Σίας περνά η επαρχιακή οδός Άστρους – Λεωνιδίου που αποτέλεσε βασική τροφοδοτική αρτηρία για την ευρύτερη περιοχή μέχρι την κατασκευή της παραποτάμιας οδού όπου διοχέτευσε περιφερειακά την κίνηση.

Εκτός των δύο βασικών οδικών αρτηριών που διασχίζουν κατά μήκος τις δύο περιοχές, το πλάτος πολλών από τις υπόλοιπες οδούς δεν επαρκεί για την διέλευση των οχημάτων.

Στο σημείο τομής των δύο περιοχών, όπου αποτελεί το κέντρο του οικισμού, εντοπίζεται πληθώρα παλιών κτισμάτων σε αντίθεση με τις παρειές ανατολικά και δυτικά αντίστοιχα για τη Σία και τη Στάη όπου εμφανίζονται πολύ μεταγενέστερα κτίσματα.  Εκεί συναντάται  η εμπορική δραστηριότητα του οικισμού καθώς και δημοσίου συμφέροντος όπως το δημαρχείο, χώροι πολιτισμού, ασφαλιστικοί φορείς και τράπεζες. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η ανάπτυξη των καταστημάτων εστίασης και αναψυχής είναι εσωστρεφής ως προς το ποτάμι.

Η περιοχή του Κοίλασου αποτελεί την περιοχή που κατοικήθηκε στα πιο όψιμα χρόνια, δεδομένου ότι ο προσανατολισμός τη καθιστούσε λιγότερη ευήλια, γεγονός κρίσιμο για τους χειμερινούς μήνες. Ωστόσο με το πέρασμα των χρόνων και με την αύξηση του πληθυσμού του Λεωνιδίου αποτέλεσε μοναδική διέξοδο επέκτασης του οικισμού. Αξίζει ωστόσο να επισημανθεί η απρόσκοπτη πανοραμική θέα προς τις παραπάνω αναφερθείσες περιοχές εξαιτίας του έντονου ανάγλυφου.

Η συνήθης παραδοσιακή δόμηση είναι από φέρουσα επιχρισμένη λιθοδομή και ξύλινη στέγη. Τα κτηρια είναι κυρίως ισόγεια ή διώροφα, με εξαίρεση τα πυργόσπιτα τα οποία είναι τριώροφα. Στον κεντρικό πυρήνα του οικισμού η δόμηση είναι συνεχής και η οικοδομική γραμμή συμπίπτει με την ρυμοτομική, ενώ περιφερειακά το σύστημα είναι πανταχόθεν ελεύθερο, οπότε υπάρχουν υποχωρήσεις από την ρυμοτομική γραμμή δημιουργώντας έναν αύλειο χώρο. Στις όψεις παρατηρούνται μικρά ανοίγματα και οι εξώστες είναι λιγοστοί.

Στη περιοχή μελέτης του οικισμού εντοπίστηκαν διάφορες επεμβάσεις, κάποιες εκ των οποίων ήταν πιο ήπιες και ακολουθούσαν σε γενικές βάσεις τις ιδιαιτερότητες του τόπου, χωρίς να επιβάλλονται στο τοπίο, και άλλες οι οποίες παρουσίαζαν έντονη αντίθεση με το χαρακτήρα του οικισμού και φαίνονταν εντελώς ξένα στοιχεία. Αν θα μπορούσε να γίνει μια υπόθεση, αυτή θα ήταν ότι οι περισσότερες, αν όχι όλες οι επεμβάσεις, ήπιες και μη, έγιναν με βασικό στόχο την κάλυψη των αναγκών που διαμορφώθηκαν με το πέρασμα των χρόνων.

Η πολεοδομική νομοθεσία κατευθύνει τη νέα δόμηση με σκοπό να μην αλλοιωθεί η γενικότερη μορφη του οικισμού, δεδομένου ότι το πρώτο ΦΕΚ για τη ρυμοτομία έγινε το 1925. Έτσι τα νέα κτήρια θα πρέπει να καλύπτονται υποχρεωτικά από στέγη, ενώ δεν μπορούν να ξεπεράσουν τους δύο ορόφους.

το 1978 χαρακτηρίζοντας τον οικισμό ως παραδοσιακό, ενώ το 2010 ως ιστορικό.

Ο οικισμός του Λεωνιδίου παραμένει ζωντανός με έντονη ποικίλη δραστηριότητα με παράλληλα σεβασμό στην ιστορία του, χωρίς αυτό να αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξή του. Ωστόσο, παρατηρούνται φαινόμενα μεγάλων επεμβάσεων  που δεν κατάφεραν να αφομοιωθούν ομαλά στον παραδοσιακό χαρακτήρα του τόπου προκαλώντας παρεκκλήσεις από αυτόν, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο χώρο. Έτσι, η ύπαρξη παλαιών κτηρίων διάσπαρτα στον οικισμό δεν είναι ικανή να διατηρήσει τον αρχικό χαρακτήρα της περιοχής, ο οποίος εν τέλει παρουσιάζει σημαντικές αλλοιώσεις.