Οι εξώστες τοποθετούνταν κατά κύριο λόγο στην όψη της κατοικίας που είχε θέα στο χωριό και όχι βάσει προσανατολισμού, καθώς οι άνθρωποι επιθυμούσαν να προβάλλουν την οικονομική τους επιφάνεια στο χωριό.
Το χαγιάτι σε αντίθεση με τον εξώστη διαθέτει σκάλα. Κατ' αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η απευθείας πρόσβαση στο ανώτερο πάτωμα και μάλιστα από τον χώρο της σάλας.
Για την κατασκευή τους χρησιμοποιούνται ξύλινα δοκάρια και υποστυλώματα. Ενισχυτικά τοποθετούνται μικρά κομμάτια ξύλου τα λεγόμενα "ανακουφιστικά μαξιλάρια" προκειμένου να μην καταπονείται η σύνδεση δοκού και υποστυλώματος στο άνω τμήμα. Ενισχυτικά λειτουργούν, επίσης, οι "αντηρίδες", τα διαγώνια ξύλα σαφώς μικρότερης διατομής που στόχο έχουν να ανακουφίσουν την καταπόνηση των ξύλινων δοκαριών που λειτουργούν ως πρόβολοι στο σημείο επαφής τους με την φέρουσα λιθοδομή.
Για την πλήρωση του κενού μεταξύ των οριζόντιων προβόλων χρησιμοποιούνται ξύλινες σανίδες κάθετα τοποθετημένες στην διεύθυνση των προβόλων.
Το προστέγασμα του εξώστη έχει κλίση προκειμένου να μην συγκρατούνται τα φορτία του χιονιού και καταπονείται η κατασκευή, ενώ ταυτόχρονα απορρέουν και τα νερά της βροχής. Το εν λόγω προστέγασμα κατασκευάζεται με δοκάρια τοποθετημένα σε κλίση. Αυτά συναντούν ένα οριζόντιο δοκάρι, το οποίο με τη βοήθεια των "ανακουφιστικών μαξιλαριών" , τα συνδέει με τα υποστυλώματα. Τα λοξά δοκάρια καλύπτονται με ξύλινες σανίδες. Σε μερικές περιπτώσεις συναντάται και κάλυψη των σανίδων με σχιστόπλακες.
Το προστατευτικό κιγκλίδωμα είναι παραδοσιακά ξύλινο και στην απλούστερη μορφή του σχηματίζεται από σανίδες που καρφώνονται πάνω στα υποστυλώματα στην εξωτερική παρειά του εξώστη ή του χαγιατιού.