Οι κατοικίες που αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στο Λεωνίδιο εμφανίζονται εξελικτικά σε πέντε διακριτές τυπολογίες.
Την πρώτη μορφή κατοικίας αποτελεί το μονώροφο καλύβι το οποίο λόγω του πρωτόγονου χαρακτήρα του δείχνει ότι θα μπορούσε κάλλιστα να αναχθεί στην αρχαϊκή περίοδο. Πρόκειται για λιθόκτιστο πλατυμέτωπο κτίσμα, με αυστηρά παραλληλόγραμμη κάτοψη, που στέγαζε ανθρώπους και ζώα στον ίδιο χώρο. Χωρίζεται σε διαφορετικά επίπεδα με έναν ή δύο αναβαθμούς. Το δάπεδο είναι χωμάτινο και η στέγη ξύλινη, δίρριχτη ή τρίρριχτη με βυζαντινά κεραμίδια. Η είσοδος πραγματοποιείται από την μεγάλη πλευρά του κτίσματος και συνήθως στεγάζεται από εξώστη «ξουστάγι». Στον άξονα της στενής πλευράς του ψηλότερου επιπέδου βρίσκεται το τζάκι χωρίς την ύπαρξη καμινάδας, εκατέρωθεν του οποίου διέμεναν οι άνθρωποι (ο χώρος αυτός ονομαζόταν «γωνιά»). «Εμποκό» ονομαζόταν η άκρη στην οποία αποθήκευαν στην τροφή τους. Τα ανοίγματα που εμφανίζονται είναι μικρά και λιγοστά. Απέναντι της εισόδου δημιουργούταν μια κάθετη τρύπα για την απομάκρυνση των νερών, «νεροχύτης». Στον εξωτερικό χώρο παρατηρούνται θυρίδες δίπλα στην πόρτα για την τοποθέτηση εργαλείων ή κλειδιών και σε αρκετές περιπτώσεις ένας φούρνος που εφάπτεται στην τοιχοποιία του καλυβιού.
Το διώροφο πλατυμέτωπο (μακρυνάρι) αποτελεί άμεση εξέλιξη του καλυβιού και η κατασκευή του χρονολογείται στις αρχές του 1700 μ.Χ.. Παρατηρούνται δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, αυτή σε οριζόντιο και αυτή σε κεκλιμένο έδαφος. Η κάτοψη ακολουθεί αυστηρά παραλληλόγραμμο σχήμα. Ο χώρος στο ισόγειο, «κατώι», είναι ενιαίος θολωτός και στην περίπτωση του κεκλιμένου εδάφους αποτελείται από δύο επίπεδα με αναβαθμό. Ο συγκεκριμένος χώρος χρησιμοποιούταν συνήθως ως αποθήκη ή για τη στέγαση ζώων. Ο εξώστης του ορόφου, «ξουστάγι», εδράζεται σε λίθινη καμάρα στην πρόσοψη -η οποία στεγάζει την είσοδο του ισογείου- και στεγάζεται από τρίρριχτη στέγη με ψευδοροφή στηριγμένη σε λεπτά ξύλινα κολωνάκια. Ο όροφος, ή αλλιώς «ανώι», είναι μονόχωρος ή δίχωρος με μεσάντρα ως διαχωριστικό. Στην δεύτερη περίπτωση ο μεγάλος χώρος ήταν η σάλα που περιείχε καταπακτή με ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο ισόγειο και ο μικρότερος, το «χειμωνιάτικο» με λίγα ανοίγματα και ύπαρξη τζακιού όπου διέμεναν οι άνθρωποι. Τα παράθυρα παρουσιάζουν συμμετρία (βορειοελλαδίτικη επιρροή) και τα πατώματα είναι ξύλινα. Η στέγαση πραγματοποιείται με τετράρριχτη στέγη με, συνήθως, εμφανή ψαλίδια.
Εξελικτική μορφή του προαναφερόμενου αποτελεί το κτήριο σχήματος -Γ- ενώ εμφανίζεται σχεδόν την ίδια περίοδο. Η διαφοροποίησή του είναι ουσιαστικά μία προσθήκη επιπλέον όγκου κάθετα στον πρώτο με αποτέλεσμα το χαρακτηριστικό αποτύπωμα κάτοψης. Η είσοδος δημιουργείται στην εσωτερική γωνία του κτηρίου προς τον Νότο. Το ισόγειο περιλαμβάνει έναν ενιαίο χώρο που χρησιμοποιούταν για διαμονή τους θερινούς μήνες όντας πιο δροσερός και έναν μικρότερο θολωτό που λάμβανε την χρήση αποθήκευσης τροφίμων, «κελάρι». Ο όροφος γίνεται λειτουργικότερος αποκτώντας περισσότερους χώρους και χρήσεις. Με τους κύριους από αυτούς να είναι το «χειμωνιάτικο» με το τζάκι, την σάλα, την κουζίνα και την καμαρούλα (βοηθητικός χώρος συνήθως για τον αργαλειό). Ο εξώστης αντίστοιχα με το διώροφο μακρυνάρι εδράζεται σε λίθινη καμάρα και στεγάζεται από ξύλινη στέγη με κεραμίδια.
Ιδιαίτερη περίπτωση παραδοσιακών κτισμάτων στο Λεωνίδιο αποτελούν τα πυργόσπιτα , τα οποία συναντιούνται από τους προεπαναστατικούς χρόνους μέσα στον 18ο αι. μ.Χ. που υπήρχε ακόμα ο κίνδυνος των επιδρομών. Πρόκειται για εξέλιξη των κτηρίων σχήματος -Γ- με τον όγκο να επεκτείνεται καθ’ ύψος μέσω επιπλέον ορόφων. Η γενικότερη μορφολογία τους εντάσσεται σε ένα πλαίσιο αμυντικής αρχιτεκτονικής με την παρουσία μικρών ανοιγμάτων που λειτουργούσαν ως πολεμίστρες. Επιπρόσθετα, φαίνεται να παρουσιάζουν επιρροές από την αρχιτεκτονική της Κωνσταντινούπολης, της Ηπείρου και νησιών όπως η Ύδρα. Στο ισόγειο διαρθρώνεται μια τυπική διάταξη ενός κτηρίου σχήματος -Γ- με την σάλα, την «καμαρούλα», βοηθητικούς χώρου, το «χειμωνιάτικο» το οποίο είναι πιο ζεστό λόγω του ανώτερου ορόφου που μειώνει τις απώλειες. Η είσοδος στους ανώτερους ορόφους πραγματοποιείται μέσω εξωτερικής λίθινης σκάλας που εδράζεται σε καμάρες (οι οποίες στεγάζουν τις εισόδους). Ωστόσο η είσοδος στον τελευταίο όροφο μόνο, στεγάζεται σε ξύλινη στέγη με κεραμίδια. Ο πρώτος και ο δεύτερος όροφος εμφανίζουν την ίδια διάταξη με την διαφορά ότι ο δεύτερος είναι πιο πολυτελής, με ψηλοτάβανους χώρους και φεγγίτες πάνω από τα παράθυρα. Υπάρχουν τζάκια σε όλους τους ορόφους με κοινή καμινάδα.
Τέλος, εμφανίζονται τα Νεοκλασσικά κτήρια με μία ανάμειξη τοπικών και εισαγόμενων αρχιτεκτονικών στοιχείων. Κτίζονται κυρίως ανάμεσα στο 1830 και τον 1870μ.Χ., ωστόσο υπάρχουν κάποια μέχρι και τον 1920 μ.Χ.. Η κάτοψή τους είναι ορθογωνισμένη και το ύψος τους εκτείνεται στους δύο έως τρείς ορόφους. Ουσιαστικά αποτελούν κτήρια παραδοσιακής αρχιτεκτονικής εμπλουτισμένα από το ρεύμα του Κλασικισμού