Λεωνίδιο (Τμήμα Α -Στάη)

E4_03

Τοποθεσία στον χάρτηΚάτοψηΤομή Β'ΒΤομή Α'Α

Το κτήριο είναι κτισμένο σε οικόπεδο του οποίου οι τρεις πλευρές έχουν πρόσωπο σε τρεις δρόμους, εκ των οποίων ο ένας είναι κύριος ενώ οι υπόλοιποι δυο δευτερεύοντες που οδηγούν σε αδιέξοδο, ενώ η τέταρτη πλευρά του εφάπτεται με όμορο οικόπεδο. Στο αρχικό κτήριο φαίνεται να έχει γίνει προσθήκη. Το αρχικό κτήριο, έχει παραλληλόγραμμη κάτοψη και είναι τοποθετημένο με τέτοιο τρόπο στο οικόπεδο ώστε το μοναδικό σημείο όπου συμπίπτει η οικοδομική γραμμή με τον ρυμοτομική, είναι πάνω στον κύριο δρόμο στη στενή πλευρά του κτιρίου (πλάγια όψη). Στις υπόλοιπες πλευρές του οικοπέδου, η όψη του κτηρίου εισέρχεται της ρυμοτομικής γραμμής κατά περίπου 5 μέτρα, δημιουργώντας έτσι αυλή (πρασιά). Ομοίως οι υπόλοιπες δυο όψεις (πίσω και πλαινη)  εισέρχονται της ρυμοτομικής γραμμής κατά δύο μέτρα, καθιστώντας έτσι το κτήριο πανταχώθεν ελεύθερο.   Η επιμήκη πλευρά του βρίσκεται σε επικλινές ανάγλυφο υψομετρικής διαφοράς περίπου ενάμιση μέτρο που είναι κάθετο στον κεντρικό δρόμο. Αποτελείται από δυο επίπεδα, εκ των οποίων το κατώτερο είναι ημιυπόγειο στη χαμηλή πλευρά του πρανούς ενώ στην άλλη άκρη του είναι υπόγειο.  Το κτήριο στεγάζεται με τρίριχτη στέγη και έχει ξύλινα καρφωτά κουφώματα σε όλες τις όψεις του όπως επίσης ξύλινη καρφωτή πόρτα εισόδου στον όροφο. Το πάτωμα του ορόφου είναι ξύλινο και ο φέροντας οργανισμός του πατώματος είναι λίθινος θόλος επιμήκης παράλληλος στην μεγάλη διάσταση της κάτοψης. Μπροστά στην είσοδο του ορόφου υπάρχει ξουστάγι που στηρίζεται σε κτιστό διαμήκη θόλο με  διεύθυνση κάθετη σε αυτή του κυρίως κτηρίου και η πρόσβαση στο ξουστάγι από το επίπεδο της αυλής, γίνεται με πετρόχτιστη σκάλα. Οι τοίχοι είναι κτισμένοι με πέτρα, πάχους 50 εκατοστών και αποτελούν τον φέροντα οργανισμό του κτηρίου. Εσωτερικές διαρρυθμίσεις δεν υπάρχουν. Στον όροφο, στην πλάγια όψη , βρίσκεται το τζάκι. Όλοι οι τοίχοι καλύπτονται με επίχρισμα.

Η προσθήκη που έγινε σε μεταγενέστερη φάση, κρίνοντας από τα υλικά, είναι ένα δεύτερο κτίριο παραλληλόγραμμο, όπου τοποθετήθηκε κάθετα στο αρχικό δημιουργώντας την αίσθηση τύπου γάμα βλέποντάς το από την αυλή του οικοπέδου. Η εξωτερική πλευρά όμως του κτηρίου προς τον κεντρικό δρόμο, δεν είναι στην περασιά του αρχικού κτηρίου αλλά εισέρχεται της ρυμοτομικής γραμμής περίπου κατά ένα μέτρο (δημιουργώντας έτσι στην πλάγια  όψη του αρχικού κτηρίου ένα ‘δόντι’). Το κτήριο αυτό είναι μονώροφο και θεμελιώθηκε στο ύψος του κεντρικού δρόμου, δημιουργώντας έτσι προέκταση του ορόφου του αρχικού κτηρίου. Στεγάζεται με δώμα από σκυρόδεμα ενώ η κατασκευή του είναι σύμμικτη με λίθους και μπετόν, έχοντας κάποια υποστυλώματα από μπετόν και κάποιους φέροντες τοίχους, όπου όλα μαζί στηρίζουν το δώμα. Η πρόσβαση στο κτήριο αυτό γίνεται από είσοδο στο ύψος του ξουσταγίου. 

Η περίμετρος του οικοπέδου στις πλευρές που έχουν πρόσοψη στους αδιέξοδους δρόμους, καταλαμβάνεται από λιθόκτιστη μάντρα πάχους 50 εκατοστών, που διακόπτεται περίπου για ενάμισυ μέτρο στην περασιά της κυρίας εισόδου του κτηρίου, έχοντας εκατέρωθεν του ανοίγματος δυο λιθόκτιστες παραστάδες. Ανάμεσα στις παραστάδες υπάρχει μεταλλική αυλόπορτα.  Εντός της αυλής που δημιουργεί η περιμετρική μάντρα και συγκεκριμένα στη γωνία, είναι κτισμένος ξυλόφουρνος σε ύψος περίπου ογδόντα εκατοστά από το έδαφος και τελικό ύψος δύο μέτρα, η πίσω πλευρά του οποίου είναι η ίδια η μάντρα.

Το κτήριο σήμερα είναι σε κακή κατάσταση και δεν κατοικείται. Η τελευταία χρήση στον όροφο  φαίνεται να ήταν  οικιστική  ενώ στο ισόγειο αποθηκευτική.