Ένα χαρακτηριστικό κομμάτι των κτηρίων στο Λεωνίδιο αποτελούν τα παράθυρα, οι εξώθυρες και οι αυλόθυρες. Καθώς τα σπίτια μεγάλωναν σε όγκο, αναλόγως με τον αρχιτεκτονικό τύπο αλλά και την κοινωνική τάξη των κατοίκων, τα ανοίγματα αυξάνονταν σε αριθμό και μεγάλωναν σε μέγεθος. Ο προσανατολισμός των ανοιγμάτων ήταν αρκετά σημαντικός κι έτσι τα παράθυρα βρίσκονταν κυρίως στη νότια πλευρά του κτηρίου, ενώ στις βορεινές παρειές τα ανοίγματα ήταν ελάχιστα.
Τα παράθυρα αρχικά ήταν τοξωτά. Στη συνέχεια έγιναν πιο ψηλά και διαμορφώνονταν με υπέρθυρα, άλλοτε οριζόντια και άλλοτε τοξωτά από υπόλευκες, πελεκητές, ασβεστολιθικές πέτρες. Περνώντας τα χρόνια τα υπέρθυρα των παραθύρων έγιναν κυρίως οριζόντια ή με συνδυασμό οριζόντιων και τοξοτών υπερθύρων, τα οποία λειτουργούσαν ανακουφιστικά για την όλη κατασκευή. Το άνοιγμα των παραθύρων ολοκληρωνόταν με τις παραστάδες από καλοσχηματισμένα αγκωνάρια τοποθετημένα εκ περιτροπής, μία οριζόντια και μία κατακόρυφα, και την ποδιά η οποία ήταν πέτρινη και είχε μικρότερο πάχος. Για λόγους οικονομίας σε κάποια σπίτια τα υπέρθυρα κατασκευάζονταν από πωρόλιθο, από πλίνθους ή από «πλακώματα» δηλαδή ξύλινα δοκάρια τοποθετημένα στη σειρά. Σε πολλά κτήρια, κυρίως αρχοντικά τα οποία είχαν ψηλοτάβανο όροφο, πάνω από τα παράθυρα υπήρχαν φεγγίτες. Τα κουφώματα αποτελούνταν από το τετράξυλο που στερεωνόταν στο άνοιγμα, ενώ υπήρχε διαφοροποίηση στα παντζούρια. Έτσι, λοιπόν, υπήρχε το καρφωτό παντζούρι, το οποίο αποτελούταν από ξύλινες σανίδες κάθετες ή και οριζόντιες καρφωμένες μεταξύ τους, το ταμπλαδωτό παντζούρι, το οποίο έφερε ταμπλάδες την επιφάνειά του και το γαλλικό παντζούρι. Στις αρχές του 1900, όταν ήρθε το γυαλί ως υλικό στην Ελλάδα, ξεκίνησαν να τοποθετούνται εξωτερικά των παντζουριών «τζαμιλίκια», αρχικά για να μπορούν να έχουν φως χωρίς να μπαίνει ο εξωτερικός αέρας στο εσωτερικό των κτηρίων και κατ’ επέκταση ως ένδειξη οικονομικής ευμάρειας και καινοτομίας, ωστόσο και για πρακτικούς λόγους καθώς τα παντζούρια προϋπήρχαν και ήταν ευκολότερη η τοποθέτησή τους εξωτερικά. Εσωτερικά, συνήθως υπήρχαν μεταλλικές αμπάρες.
Οι εξώθυρες έχουν την ίδια μορφολογία με τα παράθυρα. Τα αγκωνάρια των παραστάδων ήταν πελεκητά από καλοσχηματισμένους λίθους και τα υπέρθυρα οριζόντια ή τοξωτά σε μία ή δύο σειρές λίθων. Το κούφωμα των θυρών ήταν συμπαγές ξύλινο κυρίως ταμπλαδωτό, ενώ η κάσα στερεωνόταν με τζινέτια πάνω στο άνοιγμα, τα οποία συγκρατούνταν από τα αγκωνάρια των παραστάδων. Σε πολλά κτήρια οι εξώθυρες είχαν από πάνω φεγγίτες προστατευμένους από σφυρήλατες μεταλλικές κατασκευές οι οποίες πολλές φορές έφεραν την ημερομηνία κατασκευής του κτηρίου.
Οι αυλόθυρες ακολουθώντας την ίδια μορφολογία είχαν παραστάδες από πελεκητούς λίθους ενώ ήταν κυρίως τοξωτές. Το κατώφλι ήταν μονολιθικό πέτρινο. Η απόληξη της κατασκευής ήταν απλή τριγωνική ή οριζόντια και είχε κάλυψη με κεραμίδια είτε βυζαντινά είτε ρωμαϊκά. Το κούφωμα ήταν συμπαγές, ξύλινο, απλό ή ταμπλαδωτό και έφερε συνήθως μεταλλική χειρολαβή και ρόπτρο. Στερεωνόταν όπως και οι εξώθυρες με τζινέτια πάνω στα αγκωνάρια των παραστάδων. Από την πίσω πλευρά έφεραν βαρείς σιδερένιες αμπάρες για λόγους ασφαλείας.