Ο όρος εξώστης, εξώστεγο ή ξουστάγι αναφέρεται κυρίως στην είσοδο (στην κυριολεξία , προέκταση της στέγης για προφύλαξη της εισόδου), αργότερα σημαίνει και τον εξώστη που στεγάζει αυτή η προέκταση. Στα πιο πλούσια δίπατα σπίτια, κάτω από τον εξώστη υπάρχει ψηλό θολωτό άνοιγμα, απ’ όπου γίνεται η πρόσβαση στο κατώι. Στην περιοχή της Τσακωνιάς δημιουργείται στο θόλο αυτό, πάνω από τη γένεση του τόξου, ειδικό πατάρι που χρησιμοποιείται ως χώρος αποθήκευσης του άχυρου. Ο εξώστης είναι συνήθως σκεπασμένος με ξύλινη ξεχωριστή στέγη, η οποία στηρίζεται σε ξύλινες κολώνες (χαγιάτι) από πουρνάρι, καστανιά ή κυπαρίσσι, αλλά απαντά και ξεσπέπαστος (λιακωτό).
Στο Λεωνίδιο παρατηρείται συχνά η περίπτωση εξώστη, το «ξουστάγι», το οποίο είναι ένας μικρός σκεπαστός εξώστης στην εσωτερική γωνία με προσανατολισμό κυρίως νότιο- νοτιοανατολικό με κύρια χρήση υπαίθριου καθιστικού. Ο εξώστης αυτού του τύπου εδράζεται στην θολωτή κατασκευή της σκάλας που οδηγεί στον όροφο. Σκεπάζεται με ξεχωριστή τρίριχτη στέγη, στηριζόμενη σε ξύλινα λεπτά στοιχεία υποστύλωσης . Σε μερικές περιπτώσεις απλών κτιρίων είναι ξύλινα χωρίς ιδιαίτερη κατεργασία, ενώ σε περιπτώσεις αρχοντικών είναι περισσότερο κατεργασμένα. Ενίοτε πάνω από αυτά υπήρχε τοξοστοιχία με κοιλόκυρτες διακοσμητικές αψίδες από ξύλο ή «μπαγδατί».
Η οροφή του είναι σε απλά κτήρια ταβανωμένη ενώ στα αρχοντικά εχει ξυλόγλυπτο διάκοσμο. Το κάγκελό του, είναι είτε ξύλινο είτε μεταλλικό. Ο ρόλος του εξώστη συμβαδίζει πιθανών με το κλιμα της περιοχής το οποίο προσφέρεται για υπαίθριο βίο.