Ο χάρτης επεμβάσεων στον οικισμό αποτελεί ένα εργαλείο αναγνώρισης και αξιολόγησης των επεμβάσεων στα στοιχεία του δομημένου περιβάλλοντος του οικισμού και κατ' επέκταση της αλλοίωσης που αυτές επιφέρουν στο χαρακτήρα του. Απώτερος στόχος είναι η εξαγωγή ενός γενικού συμπεράσματος για το βαθμό αυτής της αλλοίωσης συνολικά.
Η ταξινόμηση των επεμβάσεων έχει γίνει ως εξής :
Ήπιες επεμβάσεις - θεωρούμε οτι δεν αλλοιώνουν το χαρακτήρα του οικισμού. Πρόκεται για επεμβάσεις όπως, η προσθήκη σοβά ή χρώματος, η αντικατάσταση κάποιας οικοδομικής λεπτομέρειας, όπως λόγου χάρη ενός κουφώματος, η προσθήκη κάποιου οικοδομικού στοιχείου μικρού μεγέθους. Επομένως, αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει τις αλλαγές που είναι εύκολα αντιστρέψιμες και μικρής κλίμακας.
Έντονες παρεμβάσεις - θεωρούμε οτι προκαλούν αλλοίωση στο χαρακτήρα του οικισμού. Η προσθήκη ενός όγκου και η ισοπεδωτική επέμβαση στο φυσικό περιβάλλον του κτιρίου αποτελούν τέτοιες για παράδειγμα. Οπότε σε αυτή την κατηγορία γίνεται λόγος για επεμβάσεις δύσκολα αντιστρέψιμες και μεγάλης κλίμακας.
Δύο διακριτές κατηγορίες αποτελούν τα ερείπια και τα νέα κτίσματα. Τα ερείπια προβάλλουν το στοιχείο της ερήμωσης στον οικισμό, ενώ ο αριθμός των νέων κτιρίων είναι συνυποδηλωτικός του ρυθμού ανάπτυξής του στη σύγχρονη εποχή.
Επιπροσθέτως, κάνοντας τη εύλογη θεώρηση οτι το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων κτισμάτων αλλοιώνουν σημαντικά το χαρακτήρα του οικισμού, λόγω της ελλειπούς μέριμνας στο σχεδιασμό τους, ο αριθμός τους μπορεί να προστεθεί σε αυτόν των έντονων επεμβάσεων για να σχηματίσουμε μια πιο ολοκληρωμένη αντίληψη του βαθμού αλλοίωσης.
Επομένως, αξιοποιώντας τα δεδομένα του χάρτη συμπεραίνουμε, οτι τα περισσότερα κτήρια του οικισμού έχουν δεχθεί ήπιες επεμβάσεις. Επίσης, σημαντικός είναι ο αριθμός των νέων κτισμάτων ( στα όρια του χωριού και κυρίως στα βορειοανατολικά) καθώς και των παλαιότερων που έχουν δεχθεί έντονες επεμβάσεις, ενω ύπάρχουν και αρκετά ερείπια.
Τυπικά, θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε το βαθμό αλλοίωσης του οικισμού ως σημαντικό. Ωστόσο, αυτό που δε φαίνεται στο χάρτη είναι η επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος, δηλαδή η έντονη παρουσία της χλωρίδας, η οποία αφομοιώνει την ατομικότητα των επιμέρους κτισμάτων. Ως αποτέλεσμα, ενοποιεί τον ιστό και αποκαθιστά τη συνοχή στη φυσιογνωμία του οικισμού, ώστε τελικά η αλλοίωση να μην γίνεται αντιληπτή. Αυτό δε σημαίνει όμως οτι δεν απαιτείται περισσότερη προσοχή και σεβασμός στις διαχρονικές αξίες της τοπικής παράδοσης κατά το σχεδιασμό των νέων κτηρίων και επεμβάσεων από τους αρμόδιους φορείς.
Όσον αφορά την ερμηνεία της ποσοτικής σχέσης ανοικοδόμησης και εγκατάλειψης στον οικισμό, φαίνεται οτι οι δύο αυτές δυνάμεις ισορροπούν στο κέντρο του, ενώ στα όρια υπερτερεί η ανοικοδόμηση. Συνολικά, ο ρυθμός ανάπτυξης του οικισμού είναι θετικός. Σε αντίθεση με την κατάσταση που επικρατούσε τις προηγούμενες δεκαετίες, το ενδιαφέρον των ανθρώπων για τον Άγιο Γεώργιο,είτε έχουν καταγωγή από εδώ, είτε απλώς τον επισκέφθηκαν κάποια στιγμή και τους προκάλεσε έντονα θετική εντύπωση, έχει αναζωογονηθεί και για αυτό το λόγο τον επιλέγουν ως τοποθεσία δεύτερης κατοικίας.