Πρόκειται για ένα πηλιορείτικο κτήριο με επιρροές από τον νεοκλασσικσμο, όπως φαίνεται από την συμμετρία των όψεων και την πλήρη αντιστοιχία τους με τη λειτουργία των εσωτερικών χώρων. Η εξωτερικής σκάλα στην είσοδο αν και δεν έχει ακόμα τη μνημειακότητα που θα λάβει το φαινόμενο αυτό στη συνέχεια, φανερώνει κοινά πρώιμα πρότυπα με τις «αιγυπτιώτικες» κατοικίες.
Για την κατασκευή του έχουν χρησιμοποιηθεί τοπική πέτρα, η οποία φαίνεται να ήταν αρχικά σοβατισμένη, ωστόσο ο σοβάς με το πέρασμα του χρόνου εφθάρη. Τα κουφώματα επίσης είναι ξύλινα, όπως θα περίμενε κανείς σε ένα τόπο όπου η ξυλεία είναι άφθονη. Η στέγη από σχιστόπλακες είναι επίσης παραδοσιακή. Ωστόσο, αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η χρήση του μετάλλου πέρα από τις λεπτομέρειες όπως τα μεταλλικά κάγκελα των παραθύρων και του εξώστη, στο στατικό φορέα και πιο συγκεκριμένα στις μεταλλικές δοκούς που στηρίζουν τον εξώστη.
Η άμεση πρόσβαση στο εσωτερικό του κτιρίου δεν ήταν εφικτή, ωστόσο η υψομετρική διαφορά του εδάφους μας επέτρεψε να παρατηρήσουμε μέσω των ανοιγμάτων το εσωτερικό του τόσο στο ισόγειο όσο και στον όροφο. Όμως, ανέφικτη κατέστη η παρατήρηση του υπογείου, του οποίου την ύπαρξη μαρτυρούνε οι φεγγίτες στην πρόσοψη.
Σε ό,τι αφορά τη διάρθρωση των εσωτερικών χώρων, στο ισόγειο ακολουθείται η τυπική τριμερής διάταξη των νεοκλασσικών με την ενδιάμεση ζώνη συσχετισμένη με την είσοδο του κτηρίου και την κίνηση στο εσωτερικό του και τις εκατέρωθεν ζώνες να εξυπηρετούν τις υπόλοιπες χρήσεις. Η ιδιαιτερότητα έγκειται στην οργάνωση των χώρων στο επίπεδο του ορόφου, όπου παρατηρειται η εγκατάλειψη της τριμερούς διάταξης και στη θέση της η δημιουργία ενός σχετικά ενιαίου χώρου. Το πρότυπο μάλλον εντοπίζεται στο «καλοκαιρινό» των πηλειορείτικων αρχοντικών και στη λογική της σάλας-δοξάτου. Επομένως, μπορούμε να υποθέσουμεοτι οι Άι-Γιωργήτες δεν ασπάστηκαν αμέσως και αβασάνιστα το νεοκλασσικισμό, παρά τις μεγαλοαστικές καταβολές του, αλλά αρχικά τον προσάρμοσαν στη δική τους τοπική παράδοση και το κυριότερο, στον δικό τους τρόπο ζωής.