Αγιος Γεώργιος Νηλείας

Συμπεράσματα

Για την ολοκήρωση της μελέτης του οικισμού του Αγίου Γεωργίου, κρίνεται απαραίτητο να συνοψίσουμε τα σημαντικότερα, για την κατανόησή του στοιχεία και να παραθέσουμε παράλληλα ορισμένα τελικά συμπεράσματα σχετικά με τις παρατηρήσεις που έχουν γίνει.

Ο Άγιος Γεώργιος Νηλείας αποτελεί  το χωριό με το μεγαλύτερο υψόμετρο  του  Πηλίου. Αν και χάρη σε αυτή του την ιδιότητα οι κάτοικοι προστατεύνοταν ανέκαθεν από κινδύνους όπως η πειρατεία, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες και η δυσκολία στη μεταφορά τους ανάγκαζαν να μετακομίζουν το χειμώνα σε περιοχές που βρίσκονταν σε χαμηλότερο υψόμετρο. Το έθιμο αυτό διατηρείται ακόμα και σήμερα, Επομένως, ο οικισμός του Αγίου Γεωργίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το φαινόμενο της εποχιακής κατοίκησης και κατα συνέπεια ανέκαθεν ένα σημαντικό μέρος του χρόνου εγκαταλείπεται και ερημώνει.

Επιπροσθέτως, έχει διανύσει μια ιστορική πορεία στον χρόνο με περιόδους μεγάλης ανάπτυξης που τον ανέδειξαν ως ένα από τα σημαντικότερα και μεγαλύτερα χωρία της περιοχής, ωστόσο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά υπερίσχυσαν οι δυσκολίες. Το αμεσότερο αντίκτυπο στην φυσιογνωμία του οικισμού είχε το φαινόμενο της μαζικής αστικοποίησης που ώθησε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας, κυρίως στην Αθήνα και στον Βόλο,  με αποτέλεσμα την εικόνα ερήμωσης και εγκατάλειψης που παρατηρήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες. Σήμερα, ωστόσο σημειώνεται σχετική ανάκαμψη κυρίως χάρη στον τουρισμό και στην ανάπτυξη του θεσμού της δεύτερης κατοικίας. 

Για την κατανόηση του οικισμού πρωτίστως πρέπει να ερμηνευτεί η σχέση του με το φυσικό περιβάλλον. Το δομημένο περιβάλλον του οικισμού έχει «ακουμπήσει» πάνω στο βραχώδες υπόβαθρο της βουνοπλαγιάς, έχει ενσωματώσει τις υψομετρικές διαφορές λόγω της κλίσης του εδάφους και έχει ακολουθήσει την αμφιθεατρική διάταξη με κέντρο εστίασης τον Παγασητικό κόλπο, με αποτέλεσμα την ομαλή ενσωμάτωση του στο φυσικό περιβάλλον.

Στο παρελθόν , η σχέση των ανθρώπων με τη φύση διαπνεόταν από σεβασμό, ο οποίος όμως σήμερα σταδιακά φθίνει λόγω της απομάκρυνσης από τις παραδοσιακές αξίες. Η αλλαγή δεν συντελείται μόνο σε διανοητικό και θεωρητικό επίπεδο αλλά συνολικά στον τρόπο ζωής. Η αγροτική εργασία -ο Άγιος Γεώργιος στο παρελθόν είχε πλούσια παραγωγή σε ελίες, λάδι, μήλα, καθως και άφθονη ξυλεία- και ο αγροτικός τρόπος ζωής  αντικαθίστανται από τα σύγχρονα αστικά πρότυπα  Σε συνδυασμό με την απομάκρυνση από την επαρχία (πρώτη κατοικία ως επί το πλείστον στις πόλεις) και την φύση, αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δραστική αλλαγή της ανθρώπινης στάσης και συμπεριφοράς ως προς το περιβάλλον και την υιοθέτηση αρνητικών και επιθετικών προτύπων.

Οι συνέπειες γίνονται άμεσα αντιληπτές στο δομημένο περιβάλλον. Η άκριτη μεταφορά  προτύπων από τα αστικά κέντρα, η χρήση μη τοπικών υλικών, η αδιαφορία για την παράδοση αλλά και τις λογικές παραμέτρους, οι οποίες τη διαμόρφωσαν, όπως το κλίμα της περιοχής και η μορφολογία του εδάφους , αποτελούν ορισμένες ενδεικτικές συμπεριφορές που συνειγορούν υπέρ αυτής της άποψης.

Ως προς τα χαρακτηριστικά του οικισμού, τα πιο σημαντικά είναι η μικτή πολεοδομική ανάπτυξη, η αμφιθεατρικη διάταξη των κτηρίων, η διαλεκτική σχέση φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος. Η κατάσταση αυτή διαμόρφωσε ένα υβριδικό τοπίο φυσικού και ανθρωπογενούς, περιβάλλοντος, όπου το ένα παρεμβάλλεται οργανικά μέσα στο άλλο, ώστε για τον παρατηρητή να είναι σχεδόν αδύνατο να διαχωρίσει που αρχίζει το ένα και που τελειώνει το άλλο. Σε αυτήν την κατεύθυνση συμβάλλει και η αποσπασματική φύση της κτιριακής συγκρότησης δηλαδή η απουσία μεγάλων ενιαίων οικιστικών ενοτήτων.

Επίσης, η ελεύθερη ανάπτυξης της φύσης έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός εξαιρετικά πλούσιου οικοσυστήματος και κατ' επέκτασην ενός αντιληπτικού πεδίου με υπεράριθμα ερεθίσματα. Από την μία η τεράστια ποικιλία φυτικών οργανισμών, με ποικίλες οσμές, υφές και χρώματα, ιδιότητες οι οποίες μάλιστα μεταβάλλονται ανάλογα με την εποχή και τις περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως η περιεχόμενη υγρασία στον αέρα, διαθέσιμη ηλιακή ακτινοβολία, από την άλλη, τα οικόσιτα και άγρια ζώα του βουνού με τους δικούς τους ιδιαίτερους ήχους και μυρωδιές , η κυριαρχία επί των αισθήσεων, ειδικά του αμύητου παρατηρητή που είναι συνηθισμένος στο αστικό τοπίο, είναι καθολική.

Συγκεκριμένα η από κοινού παρουσία φυτών τόσο μεγαλύτερης  όσο και μικρότερης κλίμακας -από χαμηλούς θάμνους έως και ψηλά κυπαρίσσια- καλλιεργεί έναν εποικοδομητικό διάλογο με το δομημένο περιβάλλον και συμβάλλει στη διατήρηση της ανθρώπινης κλίμακας. 

Σχετικά με την κτιριακή τυπολογία, οι επικρατέστεροι τύποι  είναι τα δίχωρα και τρίχωρα πηλιορείτικα νεοκλασσικά, καθώς και τα αρχοντικά νεοκλασσικά με την τυπική τους τριμερή διάρθρωση. Επίσης, υπάρχουν αρκετά αιγυπτιώτικα καθώς και πολλά νέα κτίσματα τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάγονται σε κάποια παραδοσιακή τυπολογία.

Η συνύπαρξη των παραδοσιακών κτισμάτων με τα μεταγενέστερα νεοκλασσικά και αιγυπτιώτικα παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον, κυρίως σχετικά μτο ρόλο που διαδραματίζουν αυτά μεμονωμένα αλλά και συνολικά, λαμβάνοντας υπόψην την μεταξύ τους αλληλεπίδραση, στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του οικισμού, Ο συμβιβασμός ανάμεσα σε αυτές τις δύο γενικές κατηγορίες τύπων, είναι εφικτός αν χρησιμοποιηθεί ως συνεκτικός κρίκος η ιστορικότητα του χαρακτήρα του οικισμού. Δηλαδή με άλλα λόγια, οι ιστορικές συγκυρίες κατά την διάρκεια της εξέλιξης του οικισμού, που άλλωστε αποτελούν  την κοινή συνείδηση των κατοίκων και των ανθρώπων με καταγωγή από τον Άγιο Γεώργιο, επιτρέπουν το συμβιβασμό ανάμεσα σε αυτούς τους δύο εντελώς ανομοιόμορφους τύπους.

Επίσης, η μετάβαση από την μία κατηγορία στην άλλη δεν είναι χωρίς ορία. Από τη στιγμή που υπάρχει μία ενδιάμεση κτιριακή τυπολογία κατοικιών που είναι κατασκευασμένες  από οικοδομικής σκοπιάς με τον παραδοσιακό τρόπο, ενώ συνθετικά προσομοιάζουν στο συνθετικό ύφος του νεοκλασσικισμού, είναι πιθανό να μπορεί να οριστεί μία μεταβατική περίοδος από τα παραδοσιακά κτίσματα στα νεοκλασσικά και τα αιγυπτιώτικα. Ωστόσο, πρέπει να διατηρηθούν ορισμένες επιφυλάξεις καθώς η χρονική διαδοχή των κτιριακών τύπων δεν είναι απόλυτη αφού τα πηλιορείτικα «νεοκλασσικά» εξακολουθούν να κατασκευάζονται για πολλά χρόνια, ως οι κατοικίες των λιγότερο εύπορων.

Ως προς την οικοδομική δραστηριότητα, παρατηρείται μεγάλος πλούτος τεχνοτροπικών και ευρηματικών στοιχείων τα οποία συνδέονται με την ευρύτερη παράδοση του Πηλίου. Άξιες λόγου είναι οι  δομικές και κατασκευαστικές τεχνικές των στεγών, των οποίων η μορφή και η δομή είναι σε άμεση συνάρτηση με τις φυσικές συνθήκες και την ανάγκη του ανθρώπου να προστατευτεί από αυτές. Επίσης, μορφολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα υπόλοιπα οικοδομικά στοιχεία όπως τα ξύλινα κουφώματα, οι λίθινες τοιχοποιίες, το εξαιρετικά ανεπτυγμένο σύστημα των ξυλοδεσιών και τα ξύλινα πετάσματα στο σαχνισί του «καλοκαιρινού» των λίγων εναπομείναντων παραδοσιακών αρχοντικών.

Εν κατακλείδι, θα λέγαμε οτι  αυτό που ο επισκέπτης του Αγίου Γεωργίου αντιλαμβάνεται άμεσα , πέρα από την αρμονική σχέση του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος με το φυσικό τοπίο και την απειρία των αντιληπτικών ερεθισμάτων στη φύση , είναι οτι ο οικισμός αυτός αποτελεί ένα ιδιαίτερο δείγμα των παραδοσιακών αξιών του Πηλίου, αναμεμειγμένων με τα στοιχεία του υψηλού και της γραφικότητας, δημιουργώντας ένα συνοθύλευμα εντυπώσεων, οι οποίες στο τέλος συναρμόζουν, σχηματίζοντας μια τόσο ιδιαίτερη εικόνα, η οποία δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά ο  οικισμός του Αγίου Γεωργίου.