Το τυπικό σπίτι της περιοχής του Λεωνιδίου είναι ανωγοκάτωγο, πέτρινο διώροφο και μακρόστενο. Η χωροθέτηση του γίνεται κάθετα στις υψομετρικές καμπύλες με την κύρια άκρη να βλέπει την ανατολή.
Κύριες οικοδομικές τεχνικές που εφαρμόζονται στην περιοχή είναι η λιθοδομία και η ξυλουργική, οπότε και τα βασικά υλικά κατασκευής είναι η πέτρα και το ξύλο τα οποία προέρχονται από το φυσικό περιβάλλον. Η πέτρα εξασφαλίζεται από τα γύρω εδάφη και κυρίως από την κοίτη του ποταμού, η οποία συνεχώς κατεβάζει πέτρες από το βουνό, που περισυλλέγονται όταν η στάθμη του νερού είναι χαμηλή.
Οι τοιχοποιίες είναι λίθινες και φέρουν ξύλινες ενισχύσεις υπό μορφή ξυλοδεσιάς, ενώ ιδιαίτερη φροντίδα δίνεται στους γωνιόλιθους της οικοδομής, όπου τοποθετούνται προσεκτικά λαξευμένες πέτρες, ορθογωνίων εδρών, οι οποίες αλληλοσυμπλέκονται, ώστε να εξασφαλίζεται το κιβωτιόσχημο της κατασκευής. Αν και σήμερα συναντάμε τις περισσότερες τοιχοποιίες ανεπίχρηστες, από παλαιότερα κτήρια γνωρίζουμε ότι ήταν επιχρησμένες με σοβά αποτελούμενο από ασβέστη, άχυρα, αυγό και μαλλί ζώου.
Εκτός από ξύλινες ενισχύσεις, χρησιμοποιούνται και μεταλλικά εξαρτήματα, τα τζινέτια που χρησιμεύουν στο αγκύρωμα των κασών πάνω στο θύρωμα.
Κατά κανόνα το κατώι καλύπτεται από καμάρα, κατασκευασμένη με μία εκφορική λογική από πέτρες λαξευμένες σε σφηνοειδή μορφή και χτίζεται με τη χρήση καλουπιού, το οποίο αφαιρείται όταν αυτές σφηνώσουν και κλειδώσουν μεταξύ τους.
Για τη διαμόρφωση του πατώματος του ορόφου, χρησιμοποιούσαν ξύλινα δοκάρια, τα οποία πακτώνονταν στην τοιχοποιία και στηρίζονταν στον κορφιά της καμάρας. Τα δοκάρια αυτά καλύπτονταν με χοντρές και φαρδιές ξύλινες σανίδες. Το κενό ανάμεσα στο πάτωμα και την καμάρα πληρωνόταν με μπάζα.
Τα διαχωριστικά στοιχεία των εσωτερικών χώρων διαμόρφωναν ελαφριές κατασκευές με βασικό υλικό το ξύλο, όπως το μπαγδατί και ο τσατμάς. Ο όροφος συνήθως είχε ξύλινη διακοσμημένη οροφή, η οποία έκρυβε την κατασκευή της στέγης.