Το παρόν κτίσμα βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού, ακριβώς κάτω από την βορει-οανατολική πλευρά του ψηλού αναλημματικού τοίχου της πλα-τείας, και σε πολύ μικρή απόσταση με ένα από τα ρέματα που διατρέχουν τον οικισμό. Το οικοδόμημα είναι προσανατολισμένο με την κύρια όψη του στραμμένη προς τα ανατολικά με αποτέλεσμα να έχει άμεση θέαση στον κάμπο.
Το κτίσμα, το οποίο ανήκε στην οικογένεια Καρκουλά, ακολουθεί την χαρακτηριστική τυπολογία ορθογώνιας κάτοψης με αναλογία πλευρών 2:1. Καθώς αναπτύσσεται σε πολύ επικλινές έδαφος, η δυτική του πλευρά είναι βυθισμένη κατά το ήμισυ (υπογειοποίηση), με αποτέλεσμα η όψη αυτή να έχει μία στάθμη, ενώ στην ανατολική είναι ορατές και οι δυο. Η βόρεια πλευρά προστατεύεται από το ρέμα και από την απότομη κλίση του εδάφους με αναλημματικό τοίχο. Η στεγάση του οικοδομήματος ολοκληρώνεται με χαμηλή τετράκλινη στέγη από κεραμίδια.
Η κύρια είσοδος γίνεται από την δυτική πλευρά, γεγονός που δικαιολογείται από την προσεγμένη κατασκευή του λίθινου υπέρθυρου, την επίσης λιθόκτιστη σκάλα και την ύπαρξη ειδικής πέτρινης βάσης για τη στήριξη του φανών. Παρά την ύπαρξη της κύριας εισόδου σε αυτήν, η δυτική πλευρά δεν φέρει άλλα ανοίγματα λόγω της γειτνίασης με τον ψηλό αναλημματικό τοίχο της πλατείας.
Η δε ανατολική πλευρά έχει θέα στον κάμπο και απαρτίζεται συνολικά από έξι ανοίγματα, εκ των οποίων μια θύρα κι ένα μικρό παράθυρο βρίσκονται στην ισόγεια στάθμη και δυο παράθυρα και δυο θύρες στον όροφο. Στο ισόγειο το μικρό παράθυρο εξυπηρετούσε τον ελάχιστο φωτισμό και αερισμό του χώρου, αφού αυτός χρησίμευε για τη φύλαξη αγαθών και το στάβλισμα των ζώων. Στον όροφο υπάρχει η τυπική διάταξη των ανοιγμάτων, όπως απαντάται στα περισσότερα
κτίσματα του οικισμού. Σύμφωνα με την τυπολογία αυτήν τοποθετείται στον άξονα της όψης η θύρα, η οποία εκτονώνονταν με ξύλινο εξώστη και εκατέρωθεν αυτής δυο
παράθυρα συμμετρικά διατεταγμένα ως προς την πρώτη.
Στο συγκεκριμένο κτίσμα υπάρχουν ίχνη από τις δοκούς που στήριζαν τον εξώστη και αυτές βρίσκονται ακριβώς κάτω από την μεσαία θύρα. Στην όψη όμως αυτήν, σχετικά κοντά με την πρώτη θύρα απαντάται και μια δεύτερη, η οποία από την κατασκευή και τη θέση στην οποία βρίσκεται καταδεικνύει την μετέπειτα διάνοιξή της. Η δεύτερη θύρα, λόγω του πλάτους της, φαίνεται να αποτελούσε είσοδο, περίπτωση κατά την οποία θα απαιτείτο η σύνδεση του εξώστη με σκάλα. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από την απόληξη της στέγης στο σημείο, η οποία διευρύνεται κατά δυο σειρές κεραμιδιών, ώστε να προστατευτεί η είσοδος στο κτίριο. Η βόρεια και η νότια όψη - οι οποίες αποτελούν και τις στενές πλευρές του οικοδομήματος - έχουν στον όροφο δύο παράθυρα η πρώτη και ένα παράθυρο η δεύτερη, δεξιά από το τζάκι.
Στο ισόγειο, και συγκεκριμένα στην νότια πλευρά, το 1/3 του χώρου καταλαμβάνει λιθόκτιστη καμάρα χαμηλωμένου τόξου, η οποία χρησίμευε ως χώρος αποθήκευσης αγαθών και για το στάβλισμα των ζώων. Ακριβώς πάνω από την καμάρα και στο μέσον της, υπάρχει στον όροφο η εστία και το ενσωματωμένο, στη λιθοδομή του τοίχου τζάκι, το οποίο σε κάτοψη είναι περίπου ημικυκλικό. Το συγκεκριμένο τζάκι, παρόλο που τμήμα της καμινάδας του έχει καταρρεύσει είναι, μαζί με εκείνο της οικίας Κοκκαλιάρη (Α4), τα μόνα που σώζονται και καταδεικνύουν την ειδικά διαμορφωμένη κοίλη επιφάνεια της καμινάδας (στην περίπτωση της οικίας Α4 σώζεται ολόκληρο το τζάκι). Στο εσωτερικό, επίσης υπάρχουν διαμορφωμένες στην τοιχοποιία εσοχές (ερμάρια) επενδυμένα με ξύλο και εξοπλισμένα με ράφια και πόρτες επίσης ξύλινες.
Τα παράθυρα του ορόφου, με εξαίρεση το αριστερό στη βόρεια πλευρά, έχουν θολωτή κατάληξη στην κορυφή τους, εσωτερικά. Την ίδια διαμόρφωση έχουν και οι δυο αξονικές θύρες στις μακριές όψεις, με την εκ δεξιών της κεντρικής του ορόφου και εκείνη του ισογείου στα ανατολικά να αποτελούν εξαίρεση, καθώς είναι λιγότερο επιμελημένες σε κατασκευή.
Το εσωτερικό του οικοδομήματος, στον όροφο, διαιρείται σε τρεις επί μέρους ενότητες εκ των οποίων, η νότια χρησίμευε ως χώρος διημέρευσης για τον χειμώνα, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη ενός μόνο παραθύρου
στην όψη και την επιλογή της τοποθέτησης του τζακιού στην πλευρά αυτήν για περαιτέρω ενίσχυση και διατήρηση της θερμότητας στο εσωτερικό. Ο βόρειος χώρος του ορόφου εξυπηρετούσε και αυτός τη διημέρευση των κατοίκων, κατά τους θερινούς όμως μήνες. Η επιλογή αυτή των κατοίκων να διημερεύουν στη βόρεια πλευρά της οικίας κατά το θέρος, στην οποία θα μπορούσαν να απομακρυνθούν από την θερμή πλευρά του νότου, συναντάται σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις στον οικισμό, ενισχύοντας έτσι τη συγκεκριμένη θεωρία. Έτσι λοιπόν πιθανολογείται, η διάνοιξη της δεύτερης θύρας στα ανατολικά, να αποσκοπούσε στο να δίνεται η δυνατότητα στους ιδιοκτήτες να βγαίνουν, μέσω αυτής, σε κάποιο εξώστη για να απολαύσουν τη θέα του κάμπου και να έχουν επαφή με τον υποκείμενο δρόμο. Σε διαφορετική περίπτωση, η οποία ασθενεί σε σχέση με την πρώτη, η θύρα πιθανόν να διαμορφώθηκε για να εξυπηρετήσει μια δεύτερη είσοδο από την κύρια όψη, περίπτωση στην οποία θα έπρεπε να συμπεριληφθεί και η ύπαρξη ξύλινης κλίμακας ανόδου. Το πλάτος της δεύτερης θύρας του ορόφου και οι επιπλέον δυο σειρές κεραμιδιών πάνω από αυτήν κάνουν την υπόθεση αυτή πολύ πιθανή.
Μεταξύ νοτίου και βορείου χώρου διημέρευσης υπάρχει ο ενδιάμεσός τους, ο οποίος απομονώνεται από αυτούς με ξύλι-να διαχωριστικά τοιχώματα. Τα τοιχώματα αυτά απο-τελούνται από ξύλινες κατακόρυφες επιμήκεις σανίδες τοποθετημένες σε σειρά και στηρίζονται με οριζόντια ξύλα. Ο μεσαίος χώρος που προκύπτει έχει διαμορφωθεί ώστε η δυτική του πλευρά να διαχωρίζεται, κατά το 1/3 του πλάτους, από την ανατολική. Κατά αυτόν τον τρόπο, έχει διαμορφωθεί ένας προθάλαμος για την είσοδο στην οικία, στα δυτικά του ορόφου, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα της σταδιακής μετάβασης στους κύριους χώρους αυτής. Ο μεσαίος χώρος στην ανατολική πλευρά του ορόφου, είναι εκείνος που βρίσκεται ακριβώς πίσω από την αξονική θύρα και πιθανόν να χρησίμευε ως χώρος ύπνου (ίσως) για τους γονείς.