Είναι αδιαµφισβήτητο γεγονός πως σε κάθε παραδοσιακό οικισµό κύριο χαρακτηριστικό γνώρισµα, µεταξύ άλλων, αποτελεί η αρχιτεκτονική των τοιχοποιιών του και εν προκειµένω, εφόσον γίνεται λόγος για παραδοσιακό, των λιθοδοµών του. Τοιχοποιίες κτισµένες µε τοπικά υλικά, για την κατασκευή των οποίων οι οικοδόµοι τους (Λαγκαδιανοί µαστόροι, ως επί τω πλείστον) έχουν δείξει εξαιρετικό µέληµα στην εµφάνιση και στην οικονοµική διαχείριση της πρώτης ύλης, την πέτρα. Έτσι και στη Λάστα, η τοπική πέτρα και τα παράγωγα υλικά της (χώµατα και κονιάµατα) έχουν αφήσει το χαρακτηριστικό εκείνο στίγµα στις τοιχοποιίες των κτισµάτων, που δίνουν στον οικισµό την προσωπική του αρχιτεκτονική ταυτότητα .
Εφόσον γινόταν η περισυλλογή των λίθων από το σηµείο εξόρυξης, το υλικό διαχωρίζονταν σε λευκού (ή υπόλευκου) και άλλου χρώµατος (γκρι ή καφέ) τεµάχια, από τα οποία στα πρώτα γίνονταν ειδική επεξεργασία και λάξευση, αφού προορίζονταν για την διαµόρφωση των γωνιών του κτίσµατος, καθώς και για τα περίθυρα των ανοιγµάτων του. Τα κατάλοιπα του υλικού δεν αχρηστεύονταν, µιας και χρησιµοποιούνταν για την πλήρωση της περιοχής µεταξύ της εξωτερικής και εσωτερικής παρειάς του τοίχου (σκίτσο 2).
Η διαδικασία δόµησης ενός κτίσµατος απαιτούσε τουλάχιστον δύο κτίστες ανά σηµείο, έναν για κάθε παρειά (εξωτερική και εσωτερική). Εργαζόµενοι λοιπόν σε ζευγάρια οι κτίστες ξεκινούσαν τη διαµόρφωση της λιθοδοµής από κάτω προς τα πάνω, µε χρήση συνδετικού κονιάµατος από χώµα, αναπτύσσοντάς την σε οριζόντιες στρώσεις µε ενδιάµεσες ενισχύσεις από ξύλινες δοκίδες, τις ξυλοδεσιές (σκίτσα 6,7,8). Ενίοτε, στην περάτωση της κάθε στρώσης δεν τοποθετούνταν στην λιθοδοµή ξυλοδεσιές, αλλά πεπλατυσµένες λεπτές πλάκες (εικόνα 9). Η δόµηση της επικείµενης κάθε φορά στρώσης, δεν προχωρούσε κατά το ύψος, εάν δεν είχε πρώτα ολοκληρωθεί η υποκείµενή της, σε όλη την έκταση του οικοδοµήµατος. Η ανεπάρκεια της πρώτης ύλης, πολλές φορές οδηγούσε στην απόφαση χρήσης διαφορετικών λίθων, περίπτωση στην οποία δεν γινόταν ανάµειξη αλλά η εκάστοτε όψη έφερε ιδίου χρώµατος λίθους (εικόνα 3).
Στις γωνίες του κτίσµατος, τα λαξευµένα αγκωνάρια - µήκους 30-40 εκ., πλάτους 20-25 εκ. και ύψους 10-15 εκ. - τοποθετούνταν σε σειρές καθ’ ύψος µε συγκεκριµένη διάταξη, όπου η επιµήκης πλευρά του λίθου κτίζεται στην εκάστοτε όψη εναλλάξ (σκίτσο 4), ώστε να διασφαλίζεται η στατική λειτουργία των συναπτόµενων πλευρών του κτιρίου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσµα, να βλέπουµε στην κάθε όψη τους γωνιαίους λίθους να είναι στραµµένοι µε την επιµήκη τους πλευρά και την στενή, εναλλάξ. Ενίοτε, παρατηρείται και παραλλαγή στη συγκεκριµένη διάταξη, στην οποία τα σηµεία, όπου τα αγκωνάρια είναι στραµµένα µε την στενή τους πλευρά, συµπληρώνονται µε έναν ακόµη λίθο (σκίτσο 4). Το πάχος των τοιχοποιιών (70-80 εκ. στο ισόγειο) µειώνονταν από το ισόγειο στον όροφο, κατά 20 εκ. περίπου, ώστε να στηρίξουν στην εσοχή αυτή το σύστηµα του δαπέδου, αλλά και να φέρουν τα φορτία του.