Αγίου Γεωργίου με το μικρό καμπαναριό δεσπόζει στην κεντρική πλατεία του οικισμού με μοναδική θέα προς το όρος Μαίναλο. Περιβάλλεται από τρία πελώρια πλατάνια, το παλιό Δημοτικό σχολείο στα βόρεια, την κρήνη του Αγίου Γεωργίου καθώς και το ιστορικό καφενείο στα νότια.
Πρόκειται για μια βυζαντινού τύπου βασιλική απλής ορθογώνιας κάτοψης με αναλογίες 3:2 και τετράκλινη στέγη στην κορυφή της οποίας βρίσκεται ο τρούλος.
Η κάτοψη του Ναού, με γενικές διαστάσεις 20,75 x 13,85 μ. διαιρείται σε τρία κύρια μέρη: την Αγία Τράπεζα στα ανατολικά, το Ιερό στο κέντρο και τον Νάρθηκα στα δυτικά. Στον ανατολικό τοίχο της Αγίας Τράπεζας υπάρχουν τρεις κόγχες, με επικρατέστερη την μεσαία. Οι κόγχες, οι οποίες είναι ημικυκλικές εσωτερικά ενώ εξωτερικά μεταβαίνουν σε μισό οκτάγωνο (ομοκεντρικά), στεγάζονται με τεταρτοσφαιρικούς θόλους. Στην καρδιά της κάτοψης βρίσκεται το Ιερό, ελαφρώς υποβαθμισμένο από τους υπόλοιπους χώρους, ενώ στην ανατολική πλευρά (Εικονοστάσι) διακρίνεται το Βήμα του οποίου η στάθμη είναι υψηλότερη από του Ιερού κατά τρεις αναβαθμούς. Στα νότια και βόρεια πλευρά του Ιερού δεν υπάρχουν πλάγια κλίτη, υπάρχουν μόνο προθάλαμοι, οι οποίοι διακρίνονται από έναν αναβαθμό και εξυπηρετούν την είσοδο στο χώρο. Ο Ναός έχει μόνο ένα ενιαίο Ιερό. Ο χώρος του Ιερού στεγάζεται από έναν τρούλο ύψους 14 μέτρων, ο οποίος στηρίζεται σε 14γωνο τύμπανο. Η μόνη τοιχογραφία που υπάρχει στο εσωτερικό του ναού είναι εκείνη του Χριστού η οποία δεσπόζει στην κορυφή του τρούλου.
Υπάρχουν τρεις κεντρικές είσοδοι για το ποίμνιο, στα νότια, βόρεια και δυτικά και μια βοηθητική για τον Ιερέα στα νότια στο ύψος της Αγίας Τράπεζας. Ο Ναός φωτίζεται συνολικά από 30 ανοίγματα, εκ των οποίων: 13 φεγγίτες στις πλευρές του τυμπάνου, 3 παράθυρα (ένα σε κάθε κόγχη) στην ανατολική πλευρά, 3 παράθυρα και μια θύρα στη δυτική, 4 παράθυρα και μια θύρα στη βόρεια και 3 παράθυρα και 2 θύρες στη νότια. Όλα τα ανοίγματα
σε τομή έχουν αυξανόμενη χάραξη προς το εσωτερικό,
τεχνική που απέτρεπε την έντονη έκθεση του εσωτερικού του ναού προς τα έξω ενώ παράλληλα επέτρεπε την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διείσδυση του φωτός στο εσωτερικό.
Ο Ναός στηρίζεται από 20 υποστυλώματα, εκ των οποίων τα οκτώ ανατολικότερα συνιστούν το χώρο της Αγίας Τράπεζας, τα οκτώ δυτικότερα το χώρο του Νάρθηκα και τα 12 κεντρικά το Ιερό. Τα εσωτερικά, εγκάρσια στους χώρους της Αγίας Τράπεζας και του Νάρθηκα, υποστυλώματα συνδέονται μεταξύ τους με ημικυκλικά τόξα. Τα γωνιακά υποστυλώματα που συνιστούν το κεντρικό Ιερό συνδέονται μεταξύ τους με τεταρτοκυκλικά τόξα.
Η κατασκευή του Ναού του Αγίου Γεωργίου άρχισε το 1871 επάνω στην θέση του παλαιού Ναού, ο οποίος είχε κτισθεί το 1810 και στον οποίο ιερουργούσε ο θρυλικός Παπαγιώργης, αδελφός του Λασταίου Φιλικού Κων/νου Παπαζαφειρόπουλου. Στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου την 25η Μαρτίου 1821, εορτή του Ευαγγελισμού- μετά την λειτουργία- οι ιερείς της Λάστας κήρυξαν την επανάσταση, ακολουθώντας το παράδειγμα του Παλαιών Πατρών Γερμανού στην Αγία Λαύρα.
Η κατασκευή του Ναού (ο οποίος κτίσθηκε από τον εκ Λαγκαδίων πρωτομάστορα Ιωάννη Γαρδίκα), ολοκληρώθηκε το 1876, σε ακμάζουσα για την Λάστα εποχή. Η πρώτη λειτουργία, μετά την αποπεράτωσή του, έγινε δι’ αντιμηνσίου την 29η Ιουνίου 1877, εορτή των Αγίων Αποστόλων (Πέτρου και Παύλου), τα δε εγκαίνια του Ναού έγιναν αργότερα, το 1893. Ο Ναός από τον σεισμό του 1909 υπέστη ρήγματα, τα οποία από έτος σε έτος κατέστησαν σοβαρότερα με αποτέλεσμα η χρήση του να είναι επισφαλής. Το 1966 με ενέργειες Ένωσης Λασταίων οι ζημιές αποκαταστάθηκαν.
Στον Ναό υπάρχουν ακόμη ιστορικά κειμήλια, μεταξύ των οποίων και τα ιερά σκεύη των ιεροτελεστιών, με τον Αστερίσκο και τη Λόγχη- πάνω στα οποία αναγράφονται στην Ρωσική τα εξής: “Ο αμνός του Θεού ο αίρων της αμαρτίας του κόσμου” στο δισκοπότηρο και “Σώμα Χριστού μεταλάβετε, πηγής αθανάτου γεύσασθε” στον δίσκο. Τα ιερά αυτά σκεύη δωρίθηκαν το 1821 από τον διαμένοντα στην Οδησσό Ρωσίας Λασταίο Φιλικό Γεώργιο Ντουρτόπουλο, τα οποία αφιέρωσε επί της διάσωσής αυτού και του πατρός του από τη σφαγή κλεφτοαρματωλών Λασταίων από τους Τούρκους το 1870 και μέσω του βρισκόμενου τότε στην Κωνσταντινούπολη Φιλικού Κων/νου Παπαζαφειρόπουλου. Το 1830 μεταφέρθηκαν στη Λάστα.