Μελετώντας τον οικισµό της Λάστας στα προηγούµενα κεφάλαια, είδαµε ότι η επικρατούσα διάταξη και διάρθρωση αυτής είναι εν γένει ελεύθερη, αραιή και αρκετά οργανική. Ένας από τους σηµαντικότερους παράγοντες είδαµε ότι είναι η µορφολογία του φυσικού ανάγλυφου, η οποία θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα και για την διαµόρφωση των δρόµων και των µονοπατιών του οικισµού.
Ένα πολύ έντονο χαρακτηριστικό του δικτύου αυτού είναι η ύπαρξη πολυάριθµων και εκτεταµένων µονοπατιών τα οποία έρχονται και συναντούν τις περισσότερες φορές το δίκτυο των δρόµων, και αποτελούν ένα ενιαίο δίκτυο µε αυτούς (εικ.1). Στο χωριό σήµερα έχουµε ένα µόνο κοµµάτι δρόµων που είναι ασφαλτοστρωµένο (εικ.2), κατά την είσοδο στο χωριό ερχόµενοι από Μαγούλιανα (εικ.3) και κατά την έξοδο προς Αγριδάκι. Το υπόλοιπο του δικτύου των δρόµων έχει µεν το ελάχιστο πλάτος και την απαραίτητη κλίση ώστε να είναι προσβάσιµο από µικρά οχήµατα (εικ. 4,5,6), αλλά παραµένει χωµάτινο µε κατά τόπους επεµβάσεις µε σκυρόδεµα. Τα µονοπάτια από την άλλη µεριά είναι τις περισσότερες φορές δύσβατα και χαλασµένα, και µάλλον αποτελούν τµήµα της µνήµης παρά της σηµερινής πραγµατικότητας (εικ.7).
Παρόλα αυτά µε πιο προσεκτική παρατήρηση και µε επί τόπου έρευνα µπορεί κανείς να περιηγηθεί και να ανακαλύψει το άλλοτε εκτεταµένο δίκτυο αυτών, το οποίο εκτείνεται πολύ πέρα από την περιφέρεια του οικισµού, µέσα στα χωράφια, δίπλα από ρυάκια (εικ. 8), και µε προορισµό πολλές φορές το επόµενο χωριό. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι τα δύο µονοπάτια που εκτείνονται αρκετά έξω από το χωριό, το ένα στα ανατολικά και το άλλο στα νότια, τα οποία αποτελούσαν άλλοτε την κύρια αρτηρία προς Βυτίνα και Μαγούλιανα αντίστοιχα.
Το πλάτος τον δρόµων και των µονοπατιών είναι συνεχώς µεταβαλλόµενο και η χάραξη τους µάλλον ορισµένη από την φύση παρά από τον άνθρωπο. Τα περισσότερα από αυτά είναι σχεδόν σε απόλυτη αρµονία µε το γύρω περιβάλλον, λόγω του µεγέθους τους - όπου όσο πιο µακρυά βρίσκονται από τον κτισµένο χώρο τόσο στενεύουν φτάνοντας να είναι µια απλή χέρσα λωρίδα, ενώ πλησιάζοντας µέσα στο χωριό και δη προς το κέντρο του αυτά πλαταίνουν - αλλά και λόγω ότι τις περισσότερες φορές τα όρια τους µε την φύση δεν είναι ξεκάθαρα. Βλέπουµε λοιπόν ότι µέσω της χάραξης αλλά και της κλίµακας, έχουµε ένα δίκτυο κυκλοφορίας το οποίο είναι σε άµεση ισορροπία µε την φύση, σε βαθµό που φαίνεται να έχει προκύψει από αυτήν.
Στα ίδια πλαίσια παρατηρήσεων κινούµαστε και όταν µελετούµε την σχέση του δικτύου αυτού µε τον δοµηµένο χώρο. Το γεγονός της συνεχούς µεγέθυνσης της κλίµακας των δρόµων και των µονοπατιών, καθώς κινούµαστε από την περιφέρεια του χωριού προς το κέντρο του, είναι και πάλι η αιτία της ισορροπίας, αντίστοιχη και αντίστροφη µε την σµίκρυνση αυτής όταν κινούµαστε εκτός.
Εντός του χωριού και ξεκινώντας από το κέντρο του, έχουµε τους πλατύτερους δρόµους του οικισµού (εικ.9). Αυτό είναι άµεσα ισορροπηµένο µε το γεγονός της πύκνωσης των διαφόρων χρήσεων που δίνουν ένα δηµόσιο χαρακτήρα στην συγκεκριµένη περιοχή και η ανάγκη χώρου είναι λειτουργική αλλά και αισθητική (εικ.10). Κινούµενοι εν γένει µέσα στα όρια του κεντρικού τµήµατος του οικισµού οι δρόµοι παραµένουν σχετικά φαρδείς και δίνουν το αίσθηµα της ευρυχωρίας χωρίς να χάνουν την αναλογία της ανθρώπινης κλίµακας. Επίσης, η σχέση όγκου ή ύψους κτιρίου, µε το πλάτος του δρόµου και την απόσταση του από αυτόν, δεν δείχνει να παίζει κάποιο σηµαντικό ρόλο αφού συναντάµε ποικίλες περιπτώσεις µε διαφορετική αντιµετώπιση στην κάθε µία (εικ. 11,12).
Γενικά, θα µπορούσαµε να πούµε ότι οι χρήσεις των κτισµάτων και η πυκνότητα αυτών είναι οι αιτίες που δίνουν µια διάθεση αλλαγής κλίµακας και ύφους στα δίκτυα κυκλοφορίας. Δεν φαίνεται παρόλα αυτά να υπάρχει κάποια συγκεκριµένη νόρµα που να ακολουθείται κατά την χάραξη των δρόµων, παρά κάποιες λειτουργικές ανάγκες όπως ο συσχετισµός προσβάσεων προς κρήνες, καταστήµατα, αγρούς, αλώνια, είσοδος και έξοδος από το χωριό κλπ.
Ο δυναµικός τρόπος ανάπτυξης του συστήµατος αυτού φαίνεται να είναι και η αιτία που σχεδόν πάντοτε οδηγεί σε “µετρηµένες” λύσεις, χωρίς την έλλειψη του µέτρου και της επικοινωνίας µε τον περιβάλλοντα χώρο (εικ.13).