Λάστα

Οικιστική εξέλιξη στον χρόνο

Η σύσταση του οικισµού της Λάστας, σύµφωνα µε τις ελάχιστες ιστορικές πηγές που είναι διαθέσιµες, και πιο συγκεκριµένα µε βάση το συγγραφικό έργο του Ν. Λάσκαρη, “ Η Λάστα και τα µνηµεία της”, τοποθετείται µεταξύ του 1600 και 1700 µ.Χ. Πέραν αυτού, υπάρχουν και ορισµένες µαρτυρίες κατοίκων, που αναφέρονται στην ύπαρξη µιας αρχαίας περιτοιχισµένης πόλης, στον λόφο που περιβάλει το χωριό από τα ανατολικά, σύµφωνα µε τις οποίες έχουν διεξαχθεί επί τόπου έρευνες από οµάδες αρχαιολόγων, κάτι το οποίο δεν έχει επιβεβαιωθεί, αλλά δεν φαντάζει και αναληθές, δεδοµένου της πλούσιας ιστορίας στην ευρύτερη περιοχή της Γορτυνίας κατά την αρχαιότητα.

Η εν γένει “ελεύθερη” διάρθρωση του πολεοδοµικού ιστού του οικισµού, καθώς και η αραιή διάταξη αυτού, είναι δύο στοιχεία τα οποία δηµιουργούν εκ πρώτης όψεως σύγχυση στην κατανόηση της εξέλιξης του οικισµού. Επίσης, µε βάση τον χάρτη απεικόνισης της παλαιότητας των κτισµάτων (χάρτης 1, σελ.16), σύµφωνα µε τον οποίο το µεγαλύτερο µέρος των κτισµάτων του οικισµού είναι κτισµένο κατά την περίοδο µεταξύ του 1826 µε 1950 και πάλι τα συµπεράσµατα είναι θολά. Το όλο τοπίο όµως έρχεται να ξεδιαλύνει µε την εισαγωγή ενός ιστορικού στοιχείου το οποίο αποτελεί κλειδί για την ανάγνωση του τόπου αυτού. Όπως έχει προαναφερθεί στο κεφάλαιο των ιστορικών στοιχείων, ο οικισµός κατά το έτος 1826 πλήττεται από εµπρησµό για τον οποίο είναι υπεύθυνος ο άλλοτε Τούρκος άρχοντας του χωριού Ιµπραήµ Πασάς. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην ολοσχερή καταστροφή του οικισµού και στην µετέπειτα ανασύσταση του. Οι σηµερινές µαρτυρίες των κατοίκων µας πληροφορούν ότι µε την ανασύσταση του, το χωριό “µεταφέρεται” ψηλότερα από την αρχική του θέση, µάρτυρας του οποίου µπορεί να θεωρηθεί και το τοπωνύµιο που µέχρι σήµερα σώζεται για την ανατολική (και υψοµετρικά χαµηλότερη) µεριά αυτού ως “κάτω” ή “παλιά” Λάστα. Παρατηρώντας επίσης λίγο προσεκτικότερα τον χάρτη παλαιότητας των κτισµάτων, θα δούµε ότι τα περισσότερα αποµεινάρια ερειπίων σήµερα βρίσκονται στην ανατολική-βορειοανατολική πτέρυγα του οικισµού, και πλησίον του παλαιού χωριού, κάτι το οποίο θα µπορούσε να θεωρηθεί ένας επίσης µάρτυρας του γεγονότος της µετακίνησης αυτής (εικ. 1,2). Τέλος, προς αυτήν την κατεύθυνση µας οδηγεί και η ύπαρξη ενός σχετικά αποµακρυσµένου από το σηµερινό χωριό καταστήµατος στα ανατολικά αυτού, που υπό άλλες συνθήκες θα φάνταζε περίεργη (εικ. 3). Άρα ο αρχικός πυρήνας του θα µπορούσαµε να πούµε ότι είναι χαµένος για πάντα. Τι γίνεται όµως µε το “νέο” χωριό;

Παρατηρώντας αυτή την φορά τον χάρτη χρήσεων του ισογείου που αντιστοιχεί στην παλαιότερη, και όχι τη σηµερινή φάση του οικισµού, βλέπουµε µια πύκνωση κτισµάτων περίπου στο κέντρο αυτού (χάρτης 2, σελ.17). Στο σηµείο αυτό αντιστοιχεί το µεγαλύτερο ποσοστό εµπορικών χρήσεων, η εκκλησία, αλλά και η θέση της παλαιάς (πριν την καταστροφή) διώροφης οικίας του Ιµπραήµ Πασά που µετέπειτα έγινε το καφενείο του χωριού (εικ. 4)! Σκεπτόµενοι πλέον µε τους όρους µιας πιο σύγχρονης κοινωνίας από αυτήν του αρχικού οικισµού του 1600-1700, θα υποθέταµε ότι ο αρχικός πυρήνας αυτού είναι το µέρος που φέρει τέτοια πύκνωση “δηµοσίων” χρήσεων όσο κανένα άλλο µέρος του χωριού, και όχι όπως θα περιµέναµε κάποια οµάδα κτισµάτων κατοικίας από µερικές οικογένειες που θα είχαν πρωτοεγκατασταθεί εκεί πολύ παλαιότερα. Ο νεότερος οικισµός διατάσσεται γύρω από αυτόν τον πυρήνα ελεύθερα και οριζόµενος από το φυσικό ανάγλυφο, τα διατιθέµενα για κτίσιµο πλατώµατα, αλλά και την διάθεση νερού για το πότισµα των κήπων που υπάρχουν εντός του. Ένα ακόµη στοιχείο που µπορούµε να παρατηρήσουµε είναι ότι στην δυτική πτέρυγα του οικισµού συναντάµε όλα τα νέα (µετά το 1950) κτίσµατα - µε εξαίρεση ένα που βρίσκεται αποµακρυσµένο στα ανατολικά - κάτι που θα µπορούσε να θεωρηθεί ως µνήµη του ίδιου γεγονότος της “µεταφοράς” του χωριού προς τα δυτικά, περασµένη µέσα από το συλλογικό ασυνείδητο. Το δυτικό-νοτιοδυτικό λοιπόν τµήµα του οικισµού θα µπορούσε να ιδωθεί ως νεότερο του προαναφερόµενου ανατολικού-βορειοανατολικού.

Εν κατακλείδι, θα λέγαµε ότι η εξέλιξη του οικισµού χωρίζεται σε δύο φάσεις λόγω του εµπρησµού του, απόρροια του οποίου είναι και η καταστροφή της πρώτης. Η ελεύθερη επίσης διάταξη του πολεοδοµικού ιστού δεν µας παρέχει πολλά στοιχεία για την κατανόηση της πορείας του οικισµού µέσα στον χρόνο, κάτι το οποίο µας δείχνει λίγο πιο ευκρινέστερα η κατανοµή των χρήσεων γης του ισογείου. Δεδοµένο είναι ότι κοιτώντας στο σύνολο του χρόνου, από το 1600-1700 µέχρι και σήµερα, ο οικισµός αναπτύσσεται από τα ανατολικά προς τα δυτικά, πάντα εντός των δύο κορυφογραµµών που τον προστατεύουν από τον βορρά και τον νότο. Τέλος, η σηµερινή εικόνα του οικισµού (χάρτης 3, σελ.18) δείχνει για µια ακόµη φορά την ανακοπή της ανάπτυξης του µετά το 1826, δεδοµένου ότι στην πρώτη φάση του είχε σύµφωνα µε τις µαρτυρίες των κατοίκων περί τα 2.000 άτοµα, ενώ σήµερα έχει δύο. Η δεύτερη ανακοπή όµως δεν οφείλεται σε κάποιο βίαιο και πάλι γεγονός αλλά στο φαινόµενο της αστυφιλίας το οποίο οδηγεί το µεγαλύτερο µέρος των κατοίκων του χωριού στην πόλη, και τις έρηµες κατοικίες αυτών να αποτελέσουν την πρώτη ύλη για την δηµιουργία των αναληµµατικών τοίχων που χρησίµευσαν για την περαιτέρω εκµετάλλευση της γης από αυτούς που έµειναν πίσω (εικ. 5).

Ερείπιο
Ερείπιο
Κατάστημα
Κατάστημα
Εμπορικός - Διοικητικός πυρήνας
Εμπορικός - Διοικητικός πυρήνας