Λάστα

Ιστορικά Στοιχεία

Φωτογραφία απο το ιστορικό αρχείο του οικισμού

   Ο οικισμός της Λάστας, όπως έχει προαναφερθεί, αποτελεί έναν ορεινό οικισμό ο οποίος περιβάλλεται από απόκρημνους λόφους με αρκετό πράσινο αλλά και πολύ έντονη παρουσία του υγρού στοιχείου το οποίο διατρέχει τα μικρά φαράγγια της περιοχής αλλά και το ίδιο το χωριό. Η έντονη παρουσία νερού κάνει αμέσως κατανοητή την ύπαρξη μεγάλων καλλιεργησίμων εκτάσεων μέσα και γύρω από το χωριό κάτι το οποίο μας προδιαθέτει και για την οικονομία του τόπου.

   Το χωριό είναι κτισμένο σε επικλινές έδαφος, κάτι το οποίο φαίνεται να είναι και ένας από τους λόγους της ελεύθερης και αρκετά αραιής διάταξης των κτισμάτων του, αφού τα προσφερόμενα για κτίσιμο εδάφη είναι συγκεκριμένα, αλλά και η επιπλέον διαμόρφωση αυτών με αναλημματικούς τοίχους επιβάλει ανάλογους περιορισμούς. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού οικισμού έχει τοποθετηθεί στην ηπιότερη κλίση που συναντά κανείς στο τριγύρω φυσικό ανάγλυφο, αλλά και το ίδιο το κέντρο του, που εμφανίζει και την πιο μεγάλη πύκνωση κτισμάτων, είναι αρκετά πιο ομαλό από το υπόλοιπο του χωριού. Επίσης, το γεγονός ότι ο σημερινός οικισμός δεν είναι ο αρχικός, του οποίου η σύσταση τοποθετήται γύρω στο 1600 - 1700, αλλά αποτελεί ύστερη ανασύσταση - μετά το 1821 λόγω εμπρησμού του πρώτου - αποτελεί πιθανά την αιτία της μη ανάγκης οχυρωματικής διάταξης αυτού. Ένας ακόμη λόγος που φαίνεται να σχετίζεται με την θέση αλλά και την διάταξη του οικισμού είναι οι δύο λόφοι ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται αυτός. Οι λόφοι αυτοί αποτελούν ένα προστατευτικό φράγμα έναντι του κρύου βορρά και των δυνατών ανέμων βορρά-νότου, πράγμα που οδηγεί και στην από ανατολή προς δύση διάταξη του οικισμού έτσι ώστε αυτός να “παραμείνει” ανάμεσα τους. Παρόμοια μέριμνα για τον προσανατολισμό και την προστασία από τα καιρικά φαινόμενα θα δούμε και στις διατάξεις των κτισμάτων, κάτι που επιβεβαιώνει την παραπάνω υπόθεση για το σύνολο του οικισμού. Ακόμη, η θέση του οικισμού ανάμεσα σε δύο λόφους δίνει το πλεονέκτημα της εκμετάλλευσης των φυσικών οδών του νερού που συνήθως απαντώνται σε τέτοια σημεία του φυσικού αναγλύφου. Η Λάστα ποτίζεται από έξη βρύσες. Ο συνδυασμός του άφθονου νερού, της αραιής διάταξης του κτισμένου χώρου, και της εύφορης γης, αφήνει περιθώρια για καλλιεργήσιμες εκτάσεις εντός του οικισμού, κάτι που μπορεί άλλωστε να αποτέλεσε και παράγοντα διαμόρφωσης αυτού και όχι απόρροια του.
   Τα κτίσματα του οικισμού είναι κτισμένα από τοπική πέτρα η οποία εξαγόταν από την γύρω περιοχή, φέρουν στέγες από κεραμίδια και φτάνουν εν γένει τους δύο ορόφους, με εξαίρεση κάποια που λόγω κλίσης εδάφους φτάνουν τους τρεις. Οι μορφές των κτισμάτων σε συνδυασμό με την αραιή διάταξή τους δίνουν ένα αποτέλεσμα εναρμονισμένο με το φυσικό τοπίο και έναν οικισμό “χαμένο” μέσα σε αυτό. Οι οπτικές φυγές λόγω του μεγάλου υψομέτρου είναι ανοικτές προς όλες τις κατευθύνσεις και το φυσικό τοπίο φέρει έντονη βλάστηση - εκτός των καλλιεργήσιμων εκτάσεων που σήμερα είναι πλέον ανεκμετάλλευτες και καλύπτονται κυρίως από στάχυα - αποτελούμενη κυρίως από έλατα, λεύκες, ιτιές, πλατάνια, μηλιές, δαμασκηνιές, κληματαριές και ιδίως από καρυδιές.
   Τον 8ο αι. μ.Χ. (βυζαντινά χρόνια) εγκαθίστανται στην Πελοπόννησο και κυρίως στη Μάνη (γύρω) και τις πλαγιές του Ταϋγέτου τα πρώτα σλαβικά φύλλα, στα οποία οφείλονται τοπωνύμια όπως αυτά των οικισμών Βαλτέτσι και Ζυγοβίτσι. Τα πρώτα σημεία ύπαρξης της Λάστας, από τα ρωμαϊκά ήδη χρόνια, εντοπίζονται κατά τα πρωτοχριστιανικά χρόνια και την βυζαντινή εποχή, όπου βρέθηκαν ξωκλήσια σε διάφορα σημεία γύρω από τον οικισμό. Η Λάστα όμως αναφέρεται γραπτώς για πρώτη φορά, σύμφωνα με τον κώδικα Μονής Αιμιλιανών 1693, στα οθωμανικά κατάστιχα όπου μέρος του οικισμού χαρακτηρίζεται ως βακούφιο*. Οι Τούρκοι το 1821 είχαν κτήματα στη Λάστα τα οποία αφιέρωσαν στον Αγ. Γεώργιο και το 1871 αυτά πωλήθηκαν με συμβόλαια και κτίσθηκε ο ναός.
   Κατά τα προεπαναστατικά χρόνια (1800-1821) ο οικισμός βρισκόταν σε πλήρη ακμή έχοντας 350 σπίτια (με πληθυσμό περίπου 2.000 άτομα, σύμφωνα με μαρτυρίες), το καθένα με τη δική του κληματαριά και τον δικό του κατάφυτο κήπο, και πολλά προνόμια λόγω της ενετικής συμμετοχής των καπεταναίων. Το 1826 ο Ιμπραήμ Πασάς, σε επιδρομή στη Γορτυνία καίει τα Μαγούλιανα, τη Λάστα και το Βαλτεσινίκο. Προχωρούσε να κάψει και άλλα χωριά αλλά ο ανιψιός του, το Μπεόπουλο στο δρόμο από Λάστα προς Καρβούνι (αλλιώς Καλύβια Λάστας, περιοχή με αμπέλια) έπεσε σε ενέδρα ελλήνων και τον σκότωσαν. Το συμβάν έμαθαν στρατιώτες του που έμειναν πίσω στο Βαλτεσίνικο κ πολιορκούσαν τους κατοίκους που είχαν κρυφτεί  στο μοναστήρι του Αγ. Νικόλα και γύρισαν πίσω στη Λάστα και την έκαψαν για δεύτερη φορά, με συνέπεια να μείνει μόνο ένα σπίτι όρθιο.
Μετά την επανάσταση έρχεται η καθιέρωση του ελληνικού κράτους. Οι Λασταίοι, έχοντας ξανακτίσει τον οικισμό, κατεβαίνουν το χειμώνα από τα βουνά στους κάμπους είτε ως εργάτες γης, είτε ως τσοπάνηδες που ξεχείμαζαν τα κοπάδια τους. Από αυτού του είδους των μετακινήσεων Λασταίων, Αγριδαίων και Καμενιτσιωτών συστήνεται, στα μισά του 19ου αιώνα ο οικισμός Χάβαρι (Αμαλιάδα), ο οποίος αρχικά (μέχρι το 1855) ονομαζόταν Λαστέικα. Μέχρι το 1895 οι κάτοικοι κατέβαιναν στους κάμπους το Νοέμβριο και γύριζαν στη Λάστα την εορτή του Αγ. Γεωργίου (τέλη Απρίλη), έφευγαν τον Σεπτέμβριο και γύριζαν των Αγ. Αποστόλων (τέλος Ιουνίου). Κάποια στιγμή η μετακίνηση σταμάτησε και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στους κάμπους, οπότε και δημιουργήθηκαν οι αποικίες των Λασταίων. Τις πρώτες δεκαετίες του 1900 ο οικισμός άρχισε να παρακμάζει, καθώς ερημώνει λόγω της μετανάστευσης Λασταίων στην Αμερική και λόγω του Μικρασιατικού Πολέμου το 1922. Στα αρχεία ταξιδιωτών του Ellis Island είναι καταγεγραμμένοι 150  Λασταίοι, με ηλικίες από 17 έως 25 ετών, ενώ σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Νικόλαου Λάσκαρη ήταν περίπου 300. Μέχρι το 1935-1965 είχαν μείνει 30 οικογένειες.
   Αργότερα, με το φαινόμενο της αστυφιλίας και το δεύτερο κύμα μετανάστευσης προς την Αυστραλία, κλείνει το σχολείο, το μπακάλικο κ.α., φτάνοντας με την απογραφή του 2001 να έχει 47 μόνιμους κατοίκους, την απογραφή του 2011 να έχει 10 και το 2013 μόνο δύο, το ζεύγος Αντώνη και Αθανασία Κοκκαλιάρη.


*βακούφιο = αφιέρωμα κατά τον Ιερό Ισλαμικό Νόμο, που περιλαμβάνει ακίνητα ή/ και κινητά περιουσιακά στοιχεία ή πρόσοδο υπέρ ευσεβούς, αγαθοεργού, κοινωφελούς γενικά σκοπού ή υπέρ φιλανθρωπικού, θρησκευτικού, ευαγούς ιδρύματος, που είτε υπάρχει είτε ιδρύεται για μη κερδοσκοπικό σκοπό