Από τα μέσα του 20ου αιώνα και έπειτα, όταν το φαινόμενο της αστικοποίησης γινόταν όλο και εντονότερο οι κάτοικοι άρχισαν να εγκαταλείπουν τα χωριά. Καθώς η ιδιοκτησία δεν περνούσε σε άλλα χέρια ήταν φυσικό επόμενο τα κτίσματα να παραμελούνται και να υφίστανται φθορές. Το αποτέλεσμα αυτού είναι εμφανές στα κτίρια που βρίσκονται σε μέτρια και κακή κατάσταση, καθώς και στα ερείπια που παρατηρούνται στον οικισμό. Ωστόσο, η πλειοψηφία των κτισμάτων βρίσκεται σε καλή κατάσταση, είτε αυτό οφείλεται στη διαρκή φροντίδα που δείχνουν οι κάτοικοι για τον τόπο τους, είτε σε αποκαταστάσεις, είτε στην ανέγερση νέων, πιο σύγχρονων κτηρίων.
Η διάκριση των κτηρίων σε εκείνα καλής, μέτριας και κακής κατάστασης διατήρησης βασίζεται στην ύπαρξη ή μή βασικών φθορών και ελλείψεων. Χαρακτηριστικές είναι οι φθορές στη λιθοδομή, στην εμφανή επίχριση, στα κουφώματα, στις στέγες, στα δάπεδα κλπ.
Ειδική κατηγορία αποτελούν τα ερείπια. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως σε κάθε περίπτωση ένα ερείπιο μέσα σε έναν ζωντανό τόπο τον "νεκρώνει", όπως και στην περίπτωση του Λεωνιδίου. Ωστόσο, ορισμένες φορές, οι συνθήκες, η τοποθεσία, ο διάλογος που δημιουργεί το κτίσμα με τον άνθρωπο και γενικά το περιβάλλον, μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά για την ανάδειξη του τοπικού πολιτισμού και τη διατήρηση της μνήμης.