Κοχύλου (Τμήμα Β)

Δώματα

Αξονομετρική τομή παραδοσιακού δώματοςΤομή παραδοσιακού δώματος - Έδραση στην τοιχοποιίαΔιαμόρφωση δώματος με καλάμιαΔιαμόρφωση δώματος με σχιστόπλακες

Στον οικισμό του Κοχύλου, όπως και σε ολόκληρη την Άνδρο, συναντώνται δύο διαφορετικοί τρόποι στέγασης των κατοικιών: το δώμα και η κεραμοσκεπή.
Η χρήση δωμάτων για την διαμόρφωση της οροφής των κτισμάτων είναι ο παλαιότερος τύπος στέγασης των κατοικιών και προέκυψε ως οικοδομική λύση οργανικά και άμεσα σχετιζόμενο με το κλίμα, τα τοπικά υλικά, τις καιρικές συνθήκες και το φυσικό νησιωτικό τοπίο. Με το πέρασμα των χρόνων, αντικαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό από την κεραμοσκεπή, η οποία όμως συνιστά «εισαγόμενη πρακτική» λόγω της συχνής οικονομικής και πολιτιστικής επαφής του νησιού με άλλους τόπους.  Εμφανίζεται κυρίως μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και αποτελεί, πέραν των άλλων, σύμβολο του εκσυγχρονισμού του νησιού. Επιπλέον, ένας ακόμη λόγος που μεταγενέστερα το επίπεδο δώμα αντικαταστάθηκε ήταν και η διαρκής συντήρηση που απαιτούσε.

Τα οριζόντια δώματα των κατοικιών είναι εξαιρετικά σημαντικό δομικό στοιχείο του κτιρίου. Είναι το μέρος εκείνο το οποίο δέχεται τα μεγαλύτερα ποσά νερού και θερμότητας λόγω της συνεχούς έκθεσης του στον ήλιο και τη βροχή.  Επομένως, η κατασκευή του δώματος, πέρα από τη στέγαση της κατοικίας, ήταν αναγκαίο να εξασφαλίζει, μέσω των υλικών που χρησιμοποιούνταν, όσο το δυνατόν σταθερότερη θερμοκρασία στο εσωτερικό.

Το δώμα των μικρότερων αγροτκών κτισμάτων στηριζόταν πάνω στην πλευρική τοιχοποιία μέσω εκφορικού συστήματος. Η τεχνική συνίσταται στην σταδιακή εκφορά, καθώς προχωρούν προς τα πάνω, των πλευρικών πέτρινων τοίχων, έτσι ώστε να μειωθεί το προς γεφύρωση άνοιγμα. Το άνοιγμα αυτό γεφυρωνόταν με μεγάλες σχιστόπλακες που ονομάζονταν «στεγάδια».

Ο συνήθης τρόπος γεφύρωσης του ανοίγματος των κατοικιών γινόταν με «τράβες». Οι τράβες είναι ξύλινα δοκάρια που ακουμπούν πάνω στους πλευρικούς πέτρινους τοίχους. Τα δοκάρια αυτά, στους κύριους χώρους, αποτελούνται από ημιπριόνιστα ξύλα (συνήθως κυπαρίσσια)ευθύγραμμα, σε κανονικές αποστάσεις, ενώ στους βοηθητικούς χώρους και στα άλλα δωμάτια συναντούμε δοκάρια από κορμούς ακατέργαστους, με διάφορα σχήματα μήκη, και διατεταγμένα ελεύθερα, με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν ένα πυκνό δίκτυο, δίνοντας ένα ιδιαίτερο αποτέλεσμα στην εσωτερική όψη του δώματος. Στα ξύλινα αυτά δοκάρια στηρίζονταν πάλι μεγάλες σχιστόπλακες, «στεγάδια» ή σε άλλες περιπτώσεις, καλάμια, σφιχτά δεμένα μεταξύ τους, κατά την άλλη διεύθυνση, που γεφύρωναν  τα ανοίγματα μεταξύ τους.

Πάνω από τα στεγάδια πατούσαν μικρότερες σχιστόπλακες για το «γέμισμα» και τη διαμόρφωση μιας πλήρους οριζόντιας επιφάνειας. Άλλες πάλι φορές, τα στεγάδια καλύπτονταν από μια στρώση καλαμιών. Σε κάθε περίπτωση, η επίστρωση των πλακών γινόταν με ένα μείγμα από τζίβα (αγριόχορτα, φύκια κλπ) και χώμα. Το μείγμα αυτό κυλινδρωνόταν κάθε Σεπτέμβρη μετά το πρωτοβρόχι, με ένα κομμάτι κυλινδρικό μάρμαρο, το «κορκολύλι» ή «κύλεθρο», έτσι ώστε να φτιάξει μια στεγανή αδιαπέραστη από το νερό της βροχής επιφάνεια.

Τα δώματα, όντας φοβερά εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες, συντηρούνταν κάθε χρόνο μετά τα πρωτοβρόχια. Σε αυτή τη διαδικασία, το χώμα ανανεωνόταν και κυλινδρίζονταν ξανά. Για το λόγο αυτό τα δώματα ήταν πάντα επισκέψιμα μέσω μιας πρόχειρης κλίμακας διαμορφωμένης από προεξέχοντες της πλευρικής τοιχοποιίας σχιστόπλακες.
Φυσικά, στα δώματα υπήρχε και η κατάλληλη πρόβλεψη απορροής των υδάτων μέσω μιας ελαφριάς κλίσης και ενός περιμετρικού δικτύου από σχιστόπλακες, που ονομαζόταν «κάναλος» και οδηγούσε τα νερά στην υδροροή ή το σημείο απ’ όπου έφευγαν προς το δρόμο.

Μεταγενέστερα, σε όσες κατοικίες διατηρούνταν ακόμα το επίπεδο δώμα και δεν είχε αντικατασταθεί από κεραμοσκεπή, παρατηρήσαμε ότι είτε αντικαταστάθηκε εξ’ ολοκλήρου από σκυροδετημένο δώμα, είτε η τελική επίστρωση καλύφθηκε από τσιμέντο.