Κοχύλου (Τμήμα Β)

Πολεοδομική συγκρότηση του οικισμού

Ο αρχικός πυρήναςτου οικισμούΤο τμήμα Β του οικισμούΧαρακτηριστική κάτοψη δρόμου οικισμούΧαρακτηριστική όψη δρόμου οικισμού

1.       Εξέλιξη – Ανάπτυξη
Πολεοδομικά, ο οικισμός του Κοχύλου, όπως τον ξέρουμε σήμερα, έχει τις ρίζες του πίσω στον 13ο αιώνα και μετέπειτα στην οθωμανική περίοδο. Αυτό σημαίνει ότι μέσα από τη συγκρότησή του μπορούμε να διακρίνουμε τα σημάδια των τότε φεουδαρχικών κοινωνιών και φυσικά την αποτύπωση των κοινωνικό-οικονομικών δομών στην οργάνωση του οικισμένου χώρου.
      Όπως ήδη αναφέραμε, το Κάστρο της Φανερωμένης χτίστηκε την περίοδο της ενετοκρατίας μαζί με άλλα κάστρα στο νησί και κατά συνέπεια, γύρω του αναπτύχθηκαν διάφορα οικιστικά σύνολα, ένα από τα οποία είναι και το χωριό Κοχύλου. Ολόκληρη η ύπαιθρος, την εποχή εκείνη, βασιζόταν στην αγροτική παραγωγή και δευτερευόντως στην κτηνοτροφία και τη βιοτεχνία. Όσο από το παραγόμενο προϊόν δεν δινόταν με τη μορφή φόρου στο κράτος και δεν αξιοποιούνταν για την κάλυψη των αναγκών της κάθε οικογένειας, πωλούνταν στην τοπική αγορά, μετατρεπόμενο έτσι σε ανταλλακτική αξία και πηγή χρηματικών εσόδων. Παρόλο που δεν υπάρχουν πηγές για τη συγκεκριμένη περιοχή, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, τα στοιχεία που αντλούμε από καταγραφές για άλλες μικρές πόλεις την εποχή εκείνη μας λένε ότι πέρα από τα βδομαδιάτικα παζάρια των οικισμών, η κύρια αγορά βρισκόταν στην περιτειχισμένη περιοχή μαζί με το διοικητικό κέντρο και την εκκλησία. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι παρόλο που το χωρίο του τότε Κοχύλου βρισκόταν αρκετά κοντά στην περιτοιχισμένη περιοχή, δεν είχε το ίδιο κάποιου είδους τειχισμένη οχύρωση.

2.       Επιμέρους Οικιστικές Ενότητες
Καθώς, όμως, οι τριγύρω αγροτικοί οικισμοί ήταν οι πρώτοι που πλήττονταν σε περίπτωση επιδρομής, οι κάτοικοι είχαν αναπτύξει τους δικούς τους τρόπους οχύρωσης του χωριού, χρησιμοποιώντας αντί για τείχη τα ίδια τα όρια των σπιτιών τους. Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά το χάρτη ολόκληρου του οικισμού, μπορούμε να διακρίνουμε ένα ελλειψοειδές τμήμα του βόρεια και ανατολικά το οποίο περιτριγυρίζεται από πολύ πυκνά δομημένα κτίρια, ενώ στη μέση αφήνεται ελεύθερος καλλιεργήσιμος χώρος. Η κυκλική και πολύ στενή διάταξη των κατοικιών είναι αρκετά συνηθισμένο σχήμα για εκείνη την εποχή και τους αιώνες που ακολούθησαν. Δημιουργούταν, με τον τρόπο αυτό, ένα φυσικό όριο ανάμεσα στον οικισμό και το ζωτικό του χώρο και την υπόλοιπη περιοχή. Ανάμεσα σε αυτό τον κλοιό από κατοικίες, με πολύ αυστηρά όρια προς την εξωτερική πλευρά του οικισμού, υπήρχαν στενά δρομάκια που επέτρεπαν την πρόσβαση στους κατοίκους αλλά δεν άφηναν περιθώρια για μαζική εισβολή στα ενδότερα.
          Όπως υποδηλώνεται από τη σημερινή μορφή του οικισμού, στο πέρασμα των χρόνων και καθώς οι πειρατικές και άλλες επιθέσεις εξασθενούσαν, το χωριό απλώθηκε γραμμικά κυρίως προς κάθε πλευρά. Παρόλα αυτά, ορισμένα στοιχεία υποτυπώδους οχύρωσης διατηρήθηκαν και είναι σήμερα ορατά. Οι περισσότερες κατοικίες διατηρούν μια εξαιρετικά εσωστρεφή δομή. Τα όριά τους έρχονται ακριβώς πάνω στο όριο του δρόμου και οι αυλές είναι κατά κύριο λόγο εσωτερικές, μη ορατές από το δημόσιο. Κεντρική πλατεία στο χωριό δεν υπάρχει, ενώ ο μοναδικός σχετικώς ανοιχτός χώρος που μπορεί να παρατηρηθεί είναι εκείνος μπροστά από την εκκλησία, γεγονός αναμενόμενο αν αναλογιστούμε την αξία του θρησκευτικού κέντρου για τις κοινότητες μέχρι πολύ πρόσφατα. Στο εσωτερικό του οικισμού λίγοι δρόμοι είναι ευθύγραμμοι. Τα περισσότερα μονοπάτια συνίστανται από σκάλες λόγω της ισχυρής κλίσης. Όλοι όμως είναι πολύ στενοί, ανάμεσα σε 1-2.5 μέτρα και έχουν καμπύλη χάραξη. 
 

3. Τρόποι Σύνθεσης Κτισμάτων
         Είναι αρκετά εμφανές ότι ο οικισμός έχει αναπτυχθεί προσθετικά. Σε πολλές περιπτώσεις βλέπουμε κατοικίες να μοιράζονται έναν τοίχο, ή προσαρτήσεις άλλων κτηρίων στις αρχικές κατοικίες. Παρόλα αυτά, τα περισσότερα κτήρια διατηρούν ένα μικρό κενό της τάξης των 0.50 μέτρων ανάμεσά τους, το οποίο χρησιμεύει στην απορροή των υδάτων. Όπως μάθαμε από τους κατοίκους του χωριού, υπάρχουν δύο δρόμοι απορροής του νερού, ένας που καταλήγει στο νοτιοανατολικό άκρο του χωριού και ένας στο νοτιοδυτικό, όπου συλλέγεται σε δεξαμενές
         Σήμερα, το όριο του οικισμού προς το βορρά είναι ο κεντρικός αυτοκινητόδρομος. Ο οικισμός έχει διατηρήσει την πολεοδομική του συγκρότηση, αν και είναι δύσκολο να εξάγουμε συγκεκριμένα συμπεράσματα για την αποτύπωση της εξέλιξης των παραγωγικών διαδικασιών του χωριού αφού δεν υπάρχει πλέον κανένα ίχνος εμπορίου ή καταστημάτων πέρα από το καφενείο του χωριού. Τέλος, σήμερα έχουν δημιουργηθεί τρείς χώροι στάθμευσης περιφερειακά του χωριού, αλλά η κίνηση στο εσωτερικό του παραμένει πεζή ή με τη χρήση ζώων.