Κοχύλου (Τμήμα Β)

Πληθυσμιακά Στοιχεία, Οικονομικές και Παραγωγικές Δραστηριότητες

Ευγενής παραχώρηση της οικογένειας ΒαράγγηΕυγενής παραχώρηση της οικογένειας ΒαράγγηΕυγενής παραχώρηση της οικογένειας ΒαράγγηΕυγενής παραχώρηση της οικογένειας ΒαράγγηΕυγενής παραχώρηση της οικογένειας Βαράγγη

      Εδώ, θα μελετήσουμε κυρίως το οικονομικό-κοινωνικό πλαίσιο των οικισμών του νησιού μετά την τουρκοκρατία, με σκοπό να αντλήσουμε πληροφορίες και να διαμορφώσουμε μια πιο σαφή εικόνα για την πορεία που ακολουθήθηκε ως τη σημερινή εποχή.  Γνωρίζουμε ότι ανά τους αιώνες οι δύο βασικοί πυλώνες της ανδριώτικης οικονομίας ήταν η ναυσιπλοΐα και η αγροτική παραγωγή.
     Οι ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες (αρκετές βροχές, απουσία παγετών, καλές γεωθερμικές θερμοκρασίες) αλλά και το πλούσιο υπέδαφός της (μεταλλεύματα μαγγανίου, σιδήρου και σχιστόπλακας) επέτρεψαν στους κατοίκους του νησιού την αξιόλογη ανάπτυξη της γεωργίας, παρόλο που τα ορεινά καλλιεργήσιμα εδάφη της ανέρχονται περίπου στα 70 χιλιάδες στρέμματα, δηλαδή στο 1/6 της έκτασης του. Οι πιο διαδεδομένες καλλιέργειες ήταν τα αμπέλια, τα σιτηρά και τα εσπεριδοειδή. Επιπλέον, δεν απουσιάζει η κτηνοτροφία (προβάτων, αιγών αλλά και βοοειδών) εξαιτίας της πυκνής ποώδους βλάστησης του νησιού. Τέλος, οι ανδριώτες επιδίδονταν αρκετά στην πτηνοτροφία, εξ΄ου και η έντονη παρουσία περιστεριώνων και στη μελισσοκομία.
      Τα άφθονα ρέοντα ύδατα αλλά και οι ισχυροί άνεμοι του νησιού αποτελούσαν φυσικές πηγές ενέργειας και διευκόλυναν την ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα.  Έτσι, ήδη από το 19ο αιώνα εμφανίστηκαν μικρές βιοτεχνίες ελαιουργίας, πνευματοποιίας, κονσερβοποιίας, σαπωνοποιίας, βυρσοδεψίας, μεταξουργίας τυροκομίας, κλπ.
Στα νεότερα χρόνια, δηλαδή κατά τον 20ο αιώνα, η δευτερογενής παραγωγή παραμένει παρούσα αλλά οι πρώτες ύλες είναι κυρίως εισαγόμενες. Το ίδιο ισχύει και για τη ναυπηγική.
         Η ναυσιπλοΐα στην Άνδρο εμφανίζεται επίσης από τα αρχαία χρόνια. Το νησί αποτελούσε πάντα σταυροδρόμι πολλών θαλάσσιων δρόμων. Στο βορρά, μεταξύ Άνδρου και πορθμού του Καφηρέα, περνούμε ο πιο σημαντικός ναυτικός δρόμος που συνέδεε τον Σαρωνικό, άρα και τον κορινθιακό-πατραϊκό-ιόνιο, τον Αργολικό και γενικότερα την κεντρική Μεσόγειο με το βόρειο αιγαίο, τον Εύξεινο πόντο και τα σημαντικά λιμάνια του βορρά.
        Ακόμη, στα παράλια της Άνδρου συναντώνται εξαιρετικά φυσικά λιμάνια, όπως του Γαυρείου στα ανατολικά, της Χώρας και του Κορθίου στα δυτικά. Μάλιστα, γνωρίζουμε ότι συγκεκριμένα το λιμάνι του Κορθίου αποτελούσε ενδιάμεσο σταθμό στη ναυτική γραμμή Κωνσταντινούπολης- Κρήτης ήδη από τα Βυζαντινά χρόνια, καθώς επιβιώνουν ακόμη τα ερείπιά του.
        Στις αρχές του 20ου αιώνα, η ανδριώτικη ναυτική δύναμη ήταν τόσο ανεπτυγμένη που έφτανε τους 78.000 τόνους το 1911, ενώ λίγο πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η Άνδρος ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο ελληνικό λιμάνι μετά τον Πειραιά, με 247.000 τόνους, το 1936. Τα 1907 και 1908 αντίστοιχα, οι Ανδριώτες εφοπλιστές συνέστησαν την Υπερωκεάνια Ελληνική Ατμοπλοΐα και την Εθνική Ατμοπλοΐα της Ελλάδας και τα ανδριώτικα εμπορικά πλοία εκτελούσαν δρομολόγια σε όλους τους ωκεανούς της υφηλίου. Βέβαια, κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ολόκληρη σχεδόν η ναυτική δύναμη της Άνδρου καταστράφηκε.
        Φυσικά, αναφερόμενες στα νεότερα χρόνια μετά το 19ο αιώνα, η ραγδαία ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και η παράλληλη ανάγκη συνέχισης των αγροτικών παραγωγικών εργασιών κάνει έκδηλο όσο ποτέ τον έμφυλο καταμερισμό της εργασίας. Αυτό σημαίνει, ότι οι περισσότεροι άντρες του νησιού ήταν ναυτικοί και επομένως απουσίαζαν για πολλούς συνεχόμενους μήνες ή και χρόνια από τα σπίτια τους. Οι οικισμοί που μελετάμε, λοιπόν, αναπαράγονταν σε πολύ μεγάλο βαθμό και για μακρά χρονικά διαστήματα από γυναικεία εργατικά χέρια. Αυτό το στοιχείο είναι εξαιρετικά σημαντικό για να καταφέρουμε να κατανοήσουμε όσο ενεργή ήταν  θέση των γυναικών σε τέτοιες κοινωνίες.

     Όσων αφορά τα πληθυσμιακά μεγέθη του νησιών και των οικισμών πιο συγκεκριμένα, αυτό που μπορούμε να διατυπώσουμε σαν γενικό συμπέρασμα είναι ότι από τα τέλη του 18ου αιώνα που εμφανίζονται τα πρώτα σαφή στοιχεία, μέχρι σήμερα, ο σχετικός πληθυσμός έχει μειωθεί. Αυτό σημαίνει ότι δεν συγκρίνουμε τον πληθυσμό του νησιού σε διαφορετικές εποχές με απόλυτα ποσά αλλά αναφορικά με την κατανομή του σε έκταση.
    Έτσι, στα τέλη του 18ου αιώνα η πυκνότητα υπερβαίνει τους 30 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (12.000 κάτοικοι περίπου συνολικά) σε σύγκριση με την Αττική που αντίστοιχη τιμή διαμορφώνεται στους 10 κατοίκους ανά τ. Χιλ. (20.000 συνολικά).
Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού σε συνδυασμό με τα σταθερά επίπεδα παραγωγικότητας και αυτοκάλυψης των αναγκών, οδήγησε στην ανεπαρκή αγροτική πρόσοδο ανά οικογένεια. Τότε, το νησί έχει ανάγκη την εισαγωγή προϊόντων για την επιβίωσή του.  Εκεί, γύρω στις αρχές του 20ου  ξεκινάει ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης Ανδριωτών προς την πρωτεύουσα αλλά και την Αμερική. Χαρακτηριστικά ο πληθυσμός τότε έπεσε περίπου στα 4/5.  Φυσικά, η μετανάστευση και οι πολύ συχνή επικοινωνία και εισαγωγή προϊόντων από άλλα μέση μέσω της ναυσιπλοΐας έφερε στο νησί νέα ερεθίσματα που αποτυπώθηκαν και στην αρχιτεκτονική και θα αναλυθούν αργότερα.
     Στην απογραφή του 1951 μετριούνται 14.705 κάτοικοι, 70 οικισμοί και 3 μοναστήρια, αντιστοιχούν άρα περίπου 200 κάτοικοι σε κάθε συνοικισμό, ενώ στη Χώρα κατοικούν περίπου 1800 άτομα.
    Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η ναυτική δύναμη του νησιού εξασθένησε αρκετά και οι περισσότερες εταιρίες μεταφέρθηκαν εξ ολοκλήρου στον Πειραιά ή στο εξωτερικό. Η Άνδρος δεν ξέφυγε από το γενικότερο κύμα αστυφιλίας των δεκαετιών ’50 και ’60.  Έτσι, φτάνουμε στο σήμερα, με την απογραφή του 2011 να δείχνει ότι το νησί απαριθμεί 9.170 μόνιμους κατοίκους, ενώ στην προηγούμενη απογραφή του 2001 ήταν 10.009.
Όπως μας είπαν οι κάτοικοι, το Κοχύλου σήμερα έχει περίπου 30  μόνιμους κατοίκους, ενώ το καλοκαίρι φτάνει τους 100. Πλέον η παραγωγή του έχει ελαχιστοποιηθεί και περιορίζεται μόνο σε προϊόντα όπως το κρασί για οικογενειακή κατανάλωση. Καταστήματα στο χωριό δεν υπάρχουν, παρά μόνο ένα καφενείο και οι κάτοικοι μετακινούνται στο Κόρθι για να προμηθευτούν ότι χρειάζονται.
Κατά γενική ομολογία, αυτή τη στιγμή γίνεται μια προσπάθεια από τους νέους ανθρώπους που κατάγονται από την Άνδρο να επιστρέψουν, αλλά οι περισσότεροι απ΄ αυτούς δυσκολεύονται να εγκατασταθούν μόνιμα εξαιτίας της εργασίας τους και προτιμούν να μετακινούνται ανάμεσα σε Άνδρο και Αθήνα. Ακόμα κι έτσι όμως, ελάχιστοι είναι οι νέοι άνθρωποι που θα προτιμήσουν τα μικρά χωριά και οι περισσότεροι επιλέγουν τα μεγαλύτερα οικιστικά κέντρα όπως τη Χώρα ή το Κόρθι.  Το Κοχύλου δεν ανήκει στο σύνολο των υπο προστασία παραδοσιακών οικισμών της Άνδρου.