Το κτήριο βρίσκεται παράπλευρα στον κεντρικό δρόμο του χωριού, του οποίου η διάνοιξη κατά τη δεκαετία του '60 είχε ως συνέπεια την υποβάθμιση της θέσης του σπιτιού. Τυπολογικά χαρακτιρίζεται ως πέτρινο ορθογωνικό, τριώροφο .
Όσον αφορά τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά παρατηρείται ευρεία απουσία του ξύλινου στοιχείου, με το μόνο εξέχον στοιχείο να είναι το γείσο της στέγης, ενώ αντιπροσωπευτική είναι και η απόλυτη συμμετρία της προσόψεως, η οποία διαρθρώνεται με κεντρικό άξονα που ορίζεται από την ευθυγράμμιση της εισόδου, του φεγγίτη αυτής και του παρακυπτικού παραθύρου του άνω ορόφου.
Επίσης ο αυθεντικός χαρακτήρας του οικοδομήματος παρουσιάζει πλήρη αδυναμία ως προς την ανάγνωση και ανάλυσή του λόγω της ολικής αναμόρφωσης των τριών επιπέδων αυτού σε ξενώνα δωματίων.
Σχετικά με τις υλικότητες, οι τοίχοι είναι χτισμένοι με τοπική πέτρα με λάσπη στη θέση συνδετικού κονιάματος, ενώ τα πατώματα αποτελούνται από ξύλο.
Σύμφωνα με πηγές αμφίβολης αξιοπιστίας το κτήριο χρησιμοποιήθηκε ως αντάρτικη βάση κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ την ίδια περίοδο διαδραματίστηκαν αιματηρά περιστατικά στο εσωτερικό του.