Όλες οι κατοικίες του οικισμού διέθεταν από δύο δίδυμα τζάκια με τέσσερις εστίες φωτιάς, τα οποία ήταν πέτρινα, ορθογώνια και κτιστά. Αρκετά από αυτά ήταν απλά, χωρίς διακόσμηση, ενώ άλλα έφεραν λιθόγλυπτες παραστάσεις με θέματα από τον φυτικό ή ζωικό κόσμο.
Ένα απλό τζάκι αποτελούνταν από την πραστιά, μια χοντρή αμμουδερή πλάκα η οποία αποτελούσε τη βάση όπου έκαιγε η φωτιά, τα δύο πυρομάχια, τα πόδια δηλαδή που στήριζαν το τζάκι και το έκλειναν από το πλάι και επάνω στα οποία στηρίζονταν τα υπόλοιπα μέλη, τον καθρέφτη, την κορνίζα και τέσσερις ορθογώνιες πλάκες, σύνολο εννέα πέτρες.
Ο καθρέφτης ήταν μια παραλληλόγραμμη πλάκα που στηρίζονταν στα δύο πυρομάχια και έφερε λιθόγλυπτες διακοσμήσεις.
Η κορνίζα ήταν πλάκα σε σχήμα Π, τοποθετούνταν επάνω από τον καθρέφτη και εκτείνοταν στα πλάγια του τζακιού. Σχημάτιζε ένα γείσωμα σε όλο το μήκος του και χρησιμοποιούνταν για την τοποθέτηση διαφόρων μικροαντικειμένων.
Ο σωλήνας της καπνοδόχου ήταν ενσωματωμένος στον εξωτερικό τοίχο και η καμινάδα, τετραγωνικής διατομής 50 εκ., εξέρχονταν από τη στέγη και ήταν χτισμένη από την ίδια πέτρα με την οποία χτίζονταν και η κατοικία. Τα ανοίγματα για την απαγωγή του καπνού ήταν τέσσερις χαραμάδες, από δύο σε κάθε κατεύθυνση, και βρίσκονταν στην κορυφή. Στο ανώτερο σημείο της έφερε μονόρριχτη στέγη από σχιστόπλακες που καλύπτονταν με χοντρά καπάκια.
Ένα βασικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι τεχνίτες ήταν η στεγάνωση των βάσεων της καπνοδόχου, αφού δεν χρησιμοποιούνταν κονίαμα ως συνδετικό υλικό. Το έλυναν με την τοποθέτηση κατάλληλων πλακών στη βάση της, με την άυξηση του πάχους και τη δημιουργία ανασηκώματος. Έτσι, τα νεά της βροχής που κατέβαιναν από τη στέγη οδηγούνταν αριστερά και δεξιά της καπνοδόχου και απέρρεαν από το γείσο.