Πεντάλοφος (Τμήμα ΣΤ)

Στέγες

Τα ξύλινα ζευκτά αποτελούσαν τον φορέα της στέγης. Πρόκειται για τριγωνικά πλαίσια που εδράζονταν στις ξυλοδεσιές της φέρουσας τοιχοποιίας και αποτελούνταν από επιμέρους τμήματα τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με μεταλικά καρφιά που διέτρεχαν και τα δύο προς ένωση στοιχεία.

Τα επιμέρους τμήματα της στέγης είναι:

Οι στρωτήρες: οριζόντια ξύλινα στοιχεία που τοποθετούνταν περιμετρικά στο ανώτερο σημείο της τοιχοποιίας. Αποτελούσαν τη βάση στην οποία εδράζονταν τα ζευκτά και ενίσχυαν την ακαμψία της κατασκευής.

Οι ελκυστήρες: το οριζόντιο τμήμα του ζευκτού. Ήταν πελεκημένοι κορμοί από κυπαρίσσι, κυκλικής διατομής. Εδράζονταν επάνω από τους στρωτήρες, τοποθετούνταν κάθετα στην πρόσοψη της κατοικίας και γεφύρωναν το άνοιγμα.

Ο ορθοστάτης ή μπαμπάς: το κατακόρυφο ξύλινο στοιχείο τετραγωνικής διατομής που τοποθετούνταν στην μέση του ελκυστήρα, ενώ το μήκος του καθόριζε το ύψος και την κλίση της στέγης.

Οι αμείβοντες ή ψαλίδια: τα κεκλειμένα στοιχεία του ζευκτού. Το ένα άκρο τους συνδέονταν με τον ορθοστάτη στο ανώτερο σημείο του, ενώ το άλλο άκρο με τον υποκείμενο ελκυστήρα στο σημείο έδρασής του με την τοιχοποιία. Οι αμείβοντες όριζαν στον χώρο την κλίση της στέγης (ρίχτια).

Οι αντηρίδες ή μασχάλες: διαγώνια ξύλινα στοιχεία που ενίσχυαν την κατασκευή του ζευκτού. Συνδέονταν με τον ορθοστάτη στο κατώτερο σημείο του και με τους κεκλειμένους αμείβοντες περίπου στο ανώτερο 1/3 του μήκους τους.

Ο κορφιάς: οριζόντια δοκός τετραγωνικής διατομής που τοποθετούνταν στο ανώτατο σημείο της στέγης, πάνω από τον ορθοστάτη στον οποίο και καρφωνόταν.

Οι μαχιάδες: συνέδεαν τις τέσσερις γωνίες της οικοδομής με το ανώτερο σημείο των ακραίων ορθοστατών και χώριζαν τη στέγη σε τέσσερις επιφάνειες, δύο τριγωνικές και δύο τραπεζοειδείς.

Οι τεγίδες ή καδρόνια: ξύλινα στοιχεία που τοποθετούνταν κάθετα στους αμείβοντες, ένωναν δύο διαδοχικά ζευκτά και διέτρεχαν κατά μήκος τη στέγη. Οι τεγίδες ήταν παράλληλες μεταξύ τους και καρφώνονταν στους αμείβοντες σε ίσες περίπου αποστάσεις καθόλο το μήκος τους.

Το σανίδωμα ή πέτσωμα: αποτελούσε μία συνεχή στρώση σανιδών με φορά κάθετη προς τις τεγίδες. Ακολουθούσε δηλαδή την κατεύθυνση των αμειβόντων. Συνδεόταν με τις τεγίδες με τη χρήση μεταλικών καρφιών και δημιουργούσε το υπόβαθρο για την τελική επένδυση της στέγης.

 

Η επικάλυψη της στέγης γινόταν με σχιστόπλακες που εξάγονταν από το λατομείο της Γκραντίσκας και διάφορες άλλες περιοχές κοντά στον οικισμό.

Οι εξαγόμενες πέτρες είχαν διαφορετικό μέγεθος και πάχος, ανάλογα με το σημείο της στέγης όπου θα τις τοποθετούσαν. Οι πιο ενισχυμένες προορίζονταν για το γείσο, τον κορφιά και τις ράχες της στέγης.

Η διαστρωμάτωση άρχιζε από το γείσο της στέγης με πλάκες πάχους 2-3 εκ. και μήκος περίπου 80 εκ.-1 μ. και τελείωνε στον κορφιά και στις ράχες της στέγης.

Οι πλάκες της πρώτης σειράς γωνιάζονταν και τετραγωνίζονταν στον τοίχο περιμετρικά σχηματίζοντας γείσο 7-10 εκ. Το μήκος του γείσου έπρεπε να είναι τέτοιο ώστε αφενός μεν να μην κινδυνεύουν να σπάσουν οι τελευταίες πλάκες από τις κατολισθήσεις του χιονιού και αφετέρου να μην απορρέουν στην τοιχοποιία τα όμβρια ύδατα.

Στη δεύτερη σειρά τοποθετούνταν πλάκες του ίδου πάχους αλλά με μεγαλύτερο μήκος ώστε να καλύπτουν τους αρμούς της πρώτης σειράς.

Ακολουθούσε η τρίτη στρώση με πλάκες ίδιου μεγέθους οι οποίες κάλυπταν τους αρμούς της δεύτερης σειράς.

Οι πλάκες της πρώτης σειράς εδράζονταν πάνω στον τοίχο και συγκολλούνταν με λάσπη, ενώ οι άλλες σειρές τοποθετούνταν εν ξηρώ.

Τελικά, οι πλάκες του γείσου αποτελούσαν τη βάση επάνω στην οποία θα εδράζονταν οι στρώσεις των υπολοίπων πλακών. Επάνω σε αυτές τοποθετούνταν με την ίδια τεχνική επάλληλες σειρές από προεξέχουσες πλάκες έτσι ώστε η επάνω σειρά να καλύπτει κατά τα 2/3 του αρμούς της προηγούμενης.

Τέλος, στον κορφιά και στις ράχες τοποθετούνταν καπάκια, δηλαδή μακρόστενες πλάκες με μεγαλύτερο πάχος, τα οποία κάλυπταν απόλυτα τις πλάκες των δύο επιφανειών που συνέκλιναν μεταξύ τους.