Από τα μέσα του 18ου αιώνα και κατά τον 19ο αιώνα οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την οικοδομική της πέτρας που αποτελούσε την κύρια πηγή εισοδήματος, την κτηνοτροφία και λιγότερο με τη γεωργία, κυρίως την αμπελοκαλλιέργεια, την καλλιέργεια σιτηρών και οπωροφόρων δένδρων σε μικρές εκτάσεις, τα λεγόμενα «κηπάδια» κοντά στα ρέματα. Επίσης, εκμεταλλεύονταν τα γύρω πυκνά δάση καστανιάς, δρυός και οξιάς για την παραγωγή ξυλείας, ζωοτροφών και καστάνων.
Από τα μέσα του 20ου αιώνα, λόγω των πολέμων (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος), της αστυφιλίας που εντάθηκε την περίοδο 1950 - 1960, της εισαγωγής νέων τεχνολογιών και της έλλειψης μέτρων στήριξης της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, οι οικισμοί εγκαταλείπονται από τους περισσότερους κατοίκους, κυρίως τους νέους, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της οικονομίας και τη σταδιακή εγκατάλειψη των παραδοσιακών ασχολιών.
Σήμερα οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι (455 σύμφωνα με την απογραφή του 2011) δραστηριοποιούνται κυρίως στον τριτογενή τομέα, αλλά και στην παραγωγή ξυλείας και στην κτηνοτροφία, ενώ τα «κηπάδια» έχουν μεταφερθεί στις αυλές των σπιτιών για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών.
Πηγή: Μεταπτυχιακή διατριβή «Αρχιτεκτονική του Τοπίου ιστορικών ορεινών οικισμών. Ο διατηρητέος οικισμός Πεντάλοφος Βοΐου Κοζάνης» (Βούρος Κ.), 2013