Αρέθουσα

Κτήριο επιμέτρησης Νο 4

Θέση κτηρίου στον οικισμού Φωτογραφία κτηρίου Φωτογραφία κτηρίου Τρισδιάστατη αναπαράσταση Κάτοψη Τομή 1Τομή 2Τομή 3Όψη 1Όψη 2Σκίτσο 1Σκίτσο 2Σκίτσο 3Σκίτσο 4Σκίτσο 5Σκίτσο 6

ΚΤΗΡΙΟ Νο 4

 

Το συγκεκριμένο κτίριο βρίσκεται στο νοτιοανατολικό μέρος του οικισμού της Αρέθουσας. Σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το κτήριο αυτό κατασκευάστηκε την δεκαετία του 1870. Το κυρίως κτίσμα έχει μέγιστο ύψος περίπου 5.40μ. ως την ακμή της στέγης, η οποία είναι δίρριχτη και έχει ύψος 0.7μ. και είναι ένα παραδοσιακό πυργάρι στο οποίο ο όροφος αποτελείται από ξύλινο πάτωμα.

Στην πραγματικότητα, το κτίριο αποτελείται από 3 όγκους που έχουν διαφορετική φάση οικοδόμησης. Έχουν ξεχωριστές στέγες και μια είσοδο ο καθένας. Οι στέγες στο παλαιότερο τμήμα του συνολικού κτιρίου καθώς και στο πυργάρι είναι δίρριχτες, ενώ στην νεώτερη προσθήκη είναι μονόρριχτη. Το ισόγειο, στο σύνολό του, έχει κάτοψη χυτού με 3 αποτελούμενο από 3 ογκοπλαστικές προσθήκες – παραλληλόγραμμα σε 3 τουλάχιστον φάσεις κρίνοντας από τις στρώσεις του επιχρίσματος στο εξωτερικό των τοίχων. Η σειρά των κτισμάτων βρίσκεται σε έναν νοητό άξονα βορρά-νότου. Το παλαιότερο κτίσμα έχει επιφάνεια περίπου 17,4 τμ και η χρήση του ήταν αρχικά κατοικία κρίνοντας από την ύπαρξη τζακιού και εστίας στο μονόχωρο κτίσμα, ενώ μετέπειτα άλλαξε. Το δεύτερο χρονολογικά κτίσμα, στην μέση των τριών όγκων, είναι το πυργάρι 39,6 τετραγωνικών μέτρων, με μονόχωρη αποθήκη στο ισόγειο19,8 τμ συμπεραίνοντας από το πολύ χαμηλό ύψος του ισογείου, μόλις 1,80 και τους ανεπίχριστους τοίχους και των χώρο του ύπνου στον όροφο όπου βρίσκονται ερμάρια στον ανατολικό τοίχο. Το πάτωμα του ορόφου στηρίζεται από 7 ξύλινα ορθογωνικά δοκάρια διαμέτρου 0,2μ , έχουν μείνει οι οπές στους τοίχους, και από ό,τι φαίνεται η μόνη πρόσβαση στον όροφο γινόταν από μια εξωτερική σκάλα. Το τρίτο και νεώτερο κτίσμα είναι ισόγειο με επιφάνεια 9,2 τμ. Δεν μπορούμε να ξέρουμε την ακριβή του χρήση αλλά υποθέτουμε ήταν βοηθητικός χώρος για τον σταβλισμό και την αποθήκευση. Μπροστά από το πυργάρι υπάρχει ο αυλότοιχος όπου συναντάται η εξωτερική σκάλα που καταλήγει σε μια πλάκα, στην είσοδο του ορόφου. Τέλος, λόγω της απόστασης που διατηρεί το κτίσμα από την απότομη κλίση του βουνού στο ανατολικό τμήμα, δημιουργείται ένας προστατευμένος διαμήκης χώρος, υπαίθριος ο οποίος έχει ένα άνοιγμα, καλύπτει μια επιφάνεια περίπου 16 τετραγωνικών μέτρων και πιθανόν να είχε την χρήση αποθήκης και καταφύγιου.

Όσον αφορά το σύστημα δόμησης, ο φέρων οργανισμός του κτηρίου είναι, επί της ουσίας, οι πέτρινοι τοίχοι που συγκροτούν το κτήριο, με πάχος περίπου 0,6μ. Η κάθε δίρριχτη στέγη του κτιρίου στηρίζεται σε ξύλινη δοκό στον καβαλάρη διαμέτρου περίπου 0,3μ. Έχει διασωθεί μόνο ένα από τα δοκάρια δοκάρι και καθόλου τα υπόλοιπα υλικά και συνδέσεις των στεγών οπότε υποθέτουμε ότι υπήρχαν επαρκής αριθμός δοκαριών που στήριζε μια στρώση καλαμιών μικρής διαμέτρου και πάνω σε αυτήν, μια τελική στρώση σχιστόπλακων την οποία διακρίνουμε από το εξωτερικό του κτηρίου.

Τα κουφώματα ήταν ξύλινα, όπως και το πάτωμα στο πυργάρι. Τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του κυρίως κτιρίου( το πυργάρι και το νοτιότερο, πρώτο κτίσμα) οι τοίχοι είναι επιχρισμένοι με λευκό σοβά, με τις φθορές βεβαίως του επιχρίσματος να αποκαλύπτουν την πέτρα (σχιστόπλακες) από κάτω.

Σχετικά με την κατάσταση του κτιρίου, οι φθορές είναι σημαντικές και οφείλονται στην αμέλεια συντήρησης, καθώς από μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι είναι εγκαταλελειμμένο από το 1940-45. Η κατάσταση που δεν το καθιστά εύκολα επισκευάσιμο.

 Σημαντική είναι η αποτύπωση των δέντρων και θάμνων γύρω από το σπίτι τα οποία το καμουφλάρουν, προσφέροντας προστασία αποφεύγοντας την ορατή διάκριση τους μέσα στο πυκνοφυτεμένο τοπίο. Σημειώνουμε κυπαρίσσια, μουριά, βελανιδιά και πολλά άλλα. Στο οικόπεδο του κτιρίου υπάρχει ακόμη και ένα κτισμένο πατητήρι από σχιστόπλακες καθώς υπάρχουν αμπέλια στην γύρω περιοχή.