Μέσα από την έρευνα του οικισμού διαπιστώθηκαν συγκεκριμένα συμπεράσματα σχετικά με τους παράγοντες που συντέλεσαν στην ανάπτυξη του οικισμού, στον αρχιτεκτονικό του χαρακτήρα, καθώς και στο πως η παραδοσιακή εικόνα του οικισμού επιβιώνει μέχρι σήμερα.
Αρχικά, η τοπογραφία του οικισμού ήταν από τους σημαντικότερες παράγοντες που καθόρισαν την δόμηση και την ανάπτυξη του οικισμού. Το έντονο ανηφορικό ανάγλυφο σε συνδυασμό με τον κύριο δρόμο του χωριού, που μεταγενέστερα έφτασε να αποτελεί την προέκταση του οδικού δικτύου, οδήγησε σε μία κατάβαση του οικισμού από τα ανατολικά σε χαμηλότερη υψομετρική στάθμη, παράλληλα στο δρόμο (άξονας Βορρά – Νότου). Ακόμη, το απόθεμα σχιστόλιθου που εντοπίζεται άφθονο στην περιοχή αποτέλεσε το κύριο υλικό προς επεξεργασία και χρήση στην κατασκευή κτιρίων (ξηρολιθιά, χρήση πλακών για κάλυψη στέγης). Το φυσικό ξύλο από τα ρέματα έδινε διατομές κατάλληλες ώστε να γίνει η χρήση του ως φέρον στοιχείο (δοκάρια από φυσική καστανιά). Η επιλογή των υλικών έρχεται σε απόλυτη συμφωνία με το κλίμα της περιοχής, το οποίο λόγω του υψομέτρου και των λόφων που περιβάλλουν το χωριό μοιάζει με ορεινό.
Καταλυτικό γεγονός στη διαμόρφωση και ιστορική πορεία του οικισμού αποτέλεσε η ίδρυση του οδικού δικτύου. Με αφορμή αυτό, έγινε πιο έντονη η κατάβαση του οικισμού από το αρχικό υψόμετρο, ενώ η μείωση των κατοίκων του χωριού λόγω μετοίκησης τους σε παράκτια χωριά συνέβαλλε στο να σταματήσει η έντονη οικοδομική ανάπτυξη του χωριού.
Ο χαρακτήρας των οικημάτων διαμορφώθηκε έντονα και από τα ιστορικά γεγονότα που σημάδευσαν τον τόπο. Συγκεκριμένα, η φιλοξενία και επιθυμία ένταξης των πολιτικών κρατουμένων και προσφύγων από την μεριά των κατοίκων του χωριού κατά τα δύο δικτατορικά καθεστώτα οδήγησε στην οικοδόμηση σπιτιών για την στέγαση τους και σε κτίρια κοινής ωφέλειας (π.χ. φούρνο για την διανομή ψωμιού). Τα κτίρια αυτά αποτέλεσαν μάλιστα και ενότητες κτιρίων σε ορισμένες περιπτώσεις.
Όσον αφορά τον χαρακτήρα του αρχιτεκτονικού συνόλου του χωριού, συντέλεσε στην διαμόρφωση και την διατήρηση του κυρίως η χρήση των συγκεκριμένων διαθέσιμων τοπικών υλικών και οι τρόποι δόμησης (ξηρολιθιά, ξύλινα δοκάρια, την πέτρινη στέγη, ξύλινα κουφώματα). Αποτέλεσμα αυτού είναι μία ομοιογένεια μεταξύ των κτιρίων όσον αφορά τις αρχές σχεδιασμού των οικημάτων, ενώ παρατηρούνται διαφοροποιήσεις στα εμφανή υλικά μέσα κατασκευής ανάλογα με την ανάγκη που δημιουργείται σε κάθε περίπτωση (ασοβάτιστα κτίρια τα πρώιμα χρόνια για φυσική κάλυψη, σοβάτισμα μεταγενέστερα όχι μόνο για αισθητικό χαρακτήρα αλλά και ως βελτίωση των συνθηκών υγιεινής του εσωτερικού χώρου των οικημάτων κ.α.).
Ο αρχιτεκτονικός αυτός χαρακτήρας απαντάται μέχρι και σήμερα ακόμη και σε νεόδμητα – αποκατεστημένα κτίρια. Ο βαθμός αλλοίωσης του σχετίζεται κυρίως με μεταγενέστερες προσθήκες (οικοδόμηση παράπλευρων κτιρίων για κύριες ή δευτερεύουσες ανάγκες στα υφιστάμενα κτίρια). Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν παρατηρούνται περιπτώσεις σημαντικής αυθαίρετης επέμβασης στον ανοικτό χώρο, στις αυλές και στα μονοπάτια, τα οποία διατηρούνται σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτα. Πρόκειται για έναν τόπο με έντονο ιστορικό παρελθόν, ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα, άρρηκτα συνδεδεμένο με τον τρόπο κατοίκησης, την ζωή, τα ήθη και τις συνήθειες των ανθρώπων, μία οικιστική ταυτότητα – ταυτότητα ζωής που έχει επιβιώσει και συνεχίζει να ζει μέχρι τη σύγχρονη εποχή