Αγιος Ιωάννης (Α)

Τυπολογίες κατοικιών

 ΚατόψειςΤομές

Στο σύνολο του οικισμού οι κατόψεις των κατοικιών έχουν επίμηκες σχήμα. Πιο συγκεκριμένα, η αναλογία της μικρής προς τη μεγάλη  πλευρά είναι περίπου 1 προς 2.

Η θέση των κατοικιών ως προς τον εγγύτερό τους δρόμο ποικίλλει. Αναλυτικότερα, υπάρχουν περιπτώσεις κατοικιών που δεν έχουν άμεση σχέση με το δρόμο και άλλες στις οποίες ο δρόμος είναι παράλληλος στη στενή ή την επιμήκη πλευρά. Επίσης, υπάρχουν γωνιακά κτίσματα στις στροφές των δρόμων. Οι παραπάνω σχέσεις δεν καθορίζουν απαραίτητα και τη θέση της εισόδου. Συγκεκριμένα, η είσοδος γίνεται είτε από την πλευρά που βρίσκεται πάνω στο δρόμο, είτε από την άλλη είτε και από τις δύο. Ωστόσο, η πιο συνήθης περίπτωση είναι η πρώτη.

Ως προς τους εσωτερικούς χώρους, διακρίνονται μονόχωρες δίχωρες και τρίχωρες κατόψεις. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα πολλών κατοικιών είναι η ύπαρξη του πατητηριού, του λεγόμενου ληνού, όπου γίνεται η παραγωγή του κρασιού. Ο χώρος αυτός είναι επιμήκης και καλύπτεται με θολωτή λίθινη κατασκευή. Το πάνω πάτωμα αυτού λειτουργεί ως αυλή, από την οποία γίνεται η είσοδος στον πάνω όροφο.

Τα κτίρια τοποθετούνται παράλληλα ή κάθετα στις καμπύλες του εδάφους. Η έντονη κλίση ευνοεί τη διαμόρφωση, κατά βάση, διώροφων κτισμάτων. Πιο αναλυτικά, στο κατώτερο επίπεδο της κατοικίας προκύπτει διώροφο μέτωπο και στο υψηλότερο μονώροφο, ενώ υπάρχει και η περίπτωση η στέγη να είναι συνεπίπεδη με το δρόμο, γεγονός που καθορίζει τη δυνατότητα και ποικιλία προσβάσεων. Στην περίπτωση παράλληλης τοποθέτησης προς τις υψομετρικές καμπύλες, οι διαστάσεις του ισογείου είναι εφικτό να συμπίπτουν με τις διαστάσεις του ορόφου, δίχως να εμφανίζονται υπόγειοι χώροι. Αυτό συμβαίνει διότι η μικρή διάσταση είναι κάθετη στις καμπύλες του εδάφους, οπότε το κτίριο εδράζεται σε ένα υψομετρικό επίπεδο, χωρίς περαιτέρω προσαρμογή. Αντίθετα, στην περίπτωση κάθετης τοποθέτησης, η διάσταση του ισογείου είναι μικρότερη από του ορόφου, καθώς η μεγάλη πλευρά είναι κάθετη στις καμπύλες. Έτσι, ο κάθε όροφος προκύπτει να εδράζεται σε διαδοχικά επίπεδα, προκειμένου να μη δημιουργούνται υπόγειοι χώροι και το κτίριο να εντάσσεται ομαλά στην κλίση του εδάφους. Οι διαφοροποιήσεις αυτές ως προς την τομή δεν εξαρτώνται από το αν το κτίριο είναι πλατυμέτωπο ή στενομέτωπο, όπως φαίνεται και από τον αντίστοιχο πίνακα. Γενικά, η συνηθέστερη περίπτωση ένταξης είναι η κάθετη ως προς τις υψομετρικές. Η επιλογή αυτή εξυπηρετεί την καλύτερη στατική συμπεριφορά, αφού έτσι το κτίριο παρουσιάζει μεγαλύτερη αντίσταση στις πιέσεις του εδάφους, αποτρέποντας έτσι το ενδεχόμενο ανατροπής του ακόμα και σε περίπτωση κατολίσθησης.