Αγιος Ιωάννης (Α)

Συμπεράσματα

Με βάση τα ιστορικά στοιχεία, ο τόπος όπου εδραιώθηκε και αναπτύχθηκε ο οικισμός χαρακτηριζόταν από λειψυδρία. Γι’ αυτό και η ανάπτυξή του ξεκίνησε κοντά στις πηγές του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και εξαπλώθηκε προς την κορυφή του λόφου. Στους πρόποδες του τελευταίου, βρίσκονταν καλλιεργήσιμες εκτάσεις , οι οποίες είχαν ζωτική σημασία για την επιβίωση των κατοίκων, τόσο για την κάλυψη των αναγκών τους σε τροφή, όσο και για τις εμπορικές-οικονομικές δραστηριότητες τους. Η σύνδεση του οικισμού με τις καλλιέργειες γινόταν μέσω του κεντρικού δρόμου, που τον διαπερνούσε και έφτανε στον κάμπο.

Ως προς τα υλικά, στο σύνολο του οικισμού εντοπίζονται πετρόκτιστες κατοικίες με βυζαντινά κεραμίδια, ενώ εκτεταμένη είναι και η χρήση του ξύλου, στους φορείς των στεγών και πατωμάτων, στα εσωτερικά χωρίσματα (μισάντρες) και στην ενίσχυση των λίθινων τοιχοποιιών με ξυλοδεσιές. Η χρήση της πέτρας και των κεραμιδιών δικαιολογεί την ύπαρξη λατομείων και καμινιών βορειότερα του οικισμού. Τα χρησιμοποιούμενα ξύλα (κυρίως δενδρόκεδρος και πλάτανος) απαντώνται στις δασικές εκτάσεις στο άμεσο περιβάλλον του οικισμού.

Ιδιαίτερη σημασία για την ανάπτυξη του οικισμού έχουν κυρίως κοινωνικοί, εμπορικοί και πολιτισμικοί παράγοντες. Βασικές ενασχολήσεις των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία, η τυροκομία και η παραγωγή κρασιού, γεγονός το οποίο μαρτυρά η ύπαρξη ληνού(πατητηριού) και βοηθητικών χώρων στις κατοικίες, που εξυπηρετούσαν αυτές τις λειτουργίες. Οι δραστηριότητες αυτές συνέβαλαν στην οικονομική άνθηση του οικισμού και κατά συνέπεια στην όξυνση της οικοδομικής δραστηριότητας οδηγώντας στην σταδιακή  επέκτασή του.

Αξίζει επίσης να αναφερθεί η επίδραση της τουρκικής κατοχής στην εικόνα του οικισμού, αφού ακόμα και σήμερα διακρίνονται ορισμένα ισλαμικά στοιχεία (θυρίδες με οξυκόρυφη τοξωτή απόληξη) αλλά και καταστροφές σε παλαιά κτίσματα, που είχαν πυρποληθεί από τον Ιμπραήμ πασά.

Σε ό,τι αφορά το βαθμό ομοιογένειας του οικισμού, παρατηρείται διαφοροποίηση ως προς τη διατήρηση των παραδοσιακών στοιχείων, ανάμεσα στο βόρειο και νότιο τμήμα, καθώς στο βόρειο βρίσκονται  τα παλαιότερα κτίσματα, ενώ στο νότιο τα μεταγενέστερα. Βέβαια, αλλοιώσεις υπάρχουν και στο βόρειο-παλιό κομμάτι.

Αυτές οφείλονται τόσο στην πάροδο του χρόνου όσο και στις ανθρώπινες παρεμβάσεις που έγιναν στα παραδοσιακά κτίρια. Πιο συγκεκριμένα, η συνεχής έκθεση σε έντονες καιρικές συνθήκες και φαινόμενα σεισμού και πυρκαγιάς έχουν επιφέρει πολλαπλές φθορές σε διαφορετικά μέρη της κατασκευής, όπως στις εξωτερικές και εσωτερικές τοιχοποιίες, στα δάπεδα, στις στέγες, στους εξώστες και στα παλαιά κουφώματα. Παράλληλα, οι επεμβάσεις σε παλαιά υφιστάμενα κτίρια όπως το σοβάτισμα λίθινων τοιχοποιιών, η προσθήκη εξωστών και ορόφων από οπλισμένο σκυρόδεμα και η αντικατάσταση ξύλινων κουφωμάτων από αλουμινένια, αλλοιώνουν τον χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής παράδοσης του τόπου. Ωστόσο, παρατηρήσαμε την προσπάθεια των κατοίκων να αποκαταστήσουν τις φθορές των παλαιών κτισμάτων, διατηρώντας τις παλιές τοπικές κατασκευαστικές πρακτικές. Για παράδειγμα αντικαθιστούν παλιά κεραμίδια, κατεστραμμένους φορείς στέγης, φθαρμένα ξύλινα κουφώματα με αντίστοιχα καινούργια, ώστε να διαφυλαχθεί το παραδοσιακό αρχιτεκτονικό ύφος του οικισμού.