Οι εξωτερικοί τοίχοι δομούνται από πλακοειδή λιθοδομή, τη σημερινή δηλαδή «ορατή» λιθοδομή. Ωστόσο, σπάνια αφήνεται ορατή στην παλιά Άνδρο, καθώς τη σοβατίζουν ή τη γαλακτίζουν. Βασικό υλικό κατασκευής αποτελεί ο τοπικός σχιστόλιθος, με συνδετικό κονίαμα την απλή χωματόλασπη χωρίς ασβέστη. Το χώμα για τη λάσπη συλλέγεται από ορισμένο βάθος, συνήθως προέρχεται από τις εκσκαφές για την τοποθέτηση θεμελίων, και στη συνέχεια κοσκινίζεται, για την αποφυγή της παιπάλης, που θα οδηγήσει σε αστοχία υλικού. Στα λατομεία, λαμβάνει χώρα μία πρώτη διαλογή των σχιστόλιθων για κτίσματα (σπίτια,μάντρες κ.ά.) καθώς και των πλακών για αυλές και δρόμους. Στη συνέχεια, στο γιαπί, οι διαλεγμένες πέτρες επεξεργάζονται έτσι ώστε να αφαιρεθούν οι «άγαρμπες» προεξοχές που κρίνονται ακατάλληλες για το χτίσιμο. Το χτίσμο διέπεται από τέσσερις θεμελιώδεις κανόνες. Πραγματοποιείται με οριζόντιες νοητές βοηθητικές γραμμές, τα «ντουζένια», ύψους 15-25 εκ., τα άκρα των οποίων αποτελούν τα «αγκωνάρια» και τα «παραγκώνια», που τοποθετούνται στις γωνίες και στους λαμπάδες των κουφωμάτων. Οι πέτρες δεν μπρουμουτίζουν, ενώ, επειδή, σπάνια έχουν ορθοκανονικά σχήματα τοποθετούνται πάντα με αλφαδιασμένο τον μεγαλύτερό τους άξονα. Τα κενά γεμίζουν με οριζόντιο σφήνωμα. Τέλος, η κατανομή των μεγάλων και μικρών πετρών είναι ισόποση, έτσι ώστε να αποφεύγεται η συγκέντρωση μικρών ή μεγάλων λίθων κατά μέρη. Οι ορατές διαστάσεις των λίθων είναι περίπου : 0,30 x 1,00 μ οι μεγάλες, 15 x 60 εκ οι μεσαίες και 17 x 35 εκ οι μικρές. Οι σφήνες έχουν πάχος 2-4 εκ και μήκος 6-50 εκ, τα αγκωνάρια 25 x 100 εκ και τα παραγκώνια 20 x 45 εκ. Οι αρμοί βρίσκονται σε εσοχή 1-2 εκ. Τα πάχη των τοίχων είναι συνήθως 80 εκ στα μονώροφα, ενώ στα διώροφα είναι περίπου 1μ στο ισόγειο. Στους πύργους, τα πάχη των τοίχων υπερβαίνουν το 1μ.
Άξιοσημείωτο είναι πως σε σπίτια τοποθετημένα στη γωνία δύο δρόμων ή σε εκείνα που βρίσκονται πάνω σε στροφή του δρόμου, η ακμή του γωνιακού τοίχου τέμνεται φάλτσα προς τα κάτω σε ύψος 2 - 2,5 μ. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται η διέλευση φορτωμένων ζώων.
Σε χώρους με μικρές διαστάσεις, είναι σύνηθες να χρησιμοποιείται το εκφορικό σύστημα. Σε αυτό, γεφυρώνεται το άνοιγμα του χώρου με σχιστόπλακες μεγάλων διαστάσεων, εώς 3 μέτρα, καθώς οι ξύλινοι δοκοί δεν υπάρχουν σε αφθονία σε αντίθεση με τους σχιστόλιθους. Οι παράλληλοι τοίχοι γέρνουν προς το εσωτερικό, αποκτώντας κρέμαση προς τα μέσα και ονομάζονται "γέρμα". Οι μεγάλες σχιστόπλακες εδράζονται συνήθως σε προεξοχές των τοίχων αυτών, που ονομάζονται "μπουντλούμια" .
Με την κατασκευή μαντρότοιχων,από σχιστόλιθους, οι Ανδριώτες κατακερματίζουν τις πλαγιές των βουνών και των λόφων σε επιμέρους βοσκοτόπια και χωράφια.Για εξοικονόμηση ύλης και χρόνου, συχνά, ανάμεσα από τις οριζόντιες λεπτές πέτρες της ξερολιθιάς, τοποθετούνται πελώριες κατακόρυφες σχιστόπλακες, τα λεγόμενα «στήματα». Άλλοι φράχτες χτίζονται με οριζόντιες πέτρες, άλλοι με κατακόρυφες ,ενώ σε ορισμένους συνδυάζονται στη μέση οριζόντιες και στην ανώτερη και κατώτερη στρώση κατακόρυφες.
Οι εσωτερικόι τοίχοι διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
Αφενός, συναντώνται τοίχοι πέτρινοι και πλατείς, οι οποίοι δέχονται τμήμα από τα φορτία των πατωμάτων, στην περίπτωση των διώροφων κτισμάτω, και του δώματος ή της στέγης. Οι τοιχοι αυτοί ονομάζονται «κλειδιά».
Αφετέρου, απαντώνται εσωτερικά διαχωριστικά από ξύλινο σκελετό, που αποτελείται από οριζόντια και κατακόρυφα στοιχεία. Πάνω στους κατακόρυφους ορθοστάτες, 8x9 εκ, καρφώνονται οριζόντιες λεπτές ξύλινες σανίδες περίπου 3εκ, με μεταξύ τους απόσταση μικρότερη των 2εκ, η οποία γεμίζεται με μικρές πέτρες και σφήνες,με τη συνήθη χωματόλασπη. Οι πλευρές του τοίχου επιχρίονται αμφότερες με σοβά. Η τελική κατασκευή έχει συνολικό πάχος 13εκ και ονομάζεται «μπαγδατί».