Στον παραδοσιακό οικισμό παρατηρούνται αρκετές και ποικίλες αλλοιώσεις. Κάτι τέτοιο ,άλλωστε θεωρείται αναπόφευκτο δεδομένου του πλήθους των μεταγενέστερων επεμβάσεων. Για να διακρίνουμε το είδος των αλλοιώσεων που καταγράφονται αλλά και για να αξιολογήσουμε το συνολικό βαθμό αλλοίωσης των παραδοσιακών κτισμάτων , προχωρούμε στην ομαδοποίηση των αλλοιώσεων που απεικονίζεται στο χάρτη.
Στην πρώτη κατηγορία καταγράφονται τα κτίσματα που έχουν υποστεί ήπιες αλλοιώσεις ,αρκετές απ΄τις οποίες μπορούν να θεωρηθούν αναστρέψιμες . Πρόκειται για παραδοσιακά κτίσματα ,πολλά από τα οποία είναι μάλιστα και αρχοντικά, των οποίων οι μεταγενέστεροι ιδιοκτήτες προχώρησαν σε αποκαταστάσεις με σκοπό την επανάχρησή τους. Αρκετά από αυτά διατήρησαν το δομικό τους σύστημα ,εφόσον αυτό θεωρήθηκε ανθεκτικό , αλλά τα περισσότερα παρουσιάζουν πολλές μετατροπές στην διάταξη των εσωτερικών χώρων. Πιο συγκεκριμένα , για να καλύψουν σύγχρονες ανάγκες, οι εσωτερικοί χώροι διασπόνται σε επιμέρους, προστίθενται μπάνια και πολλές φορές αλλάζει η θέση της σκάλας . Οι αλλαγές αυτές παρουσιάζονται ήπιες τις περισσότερες φορές οπότε ίσως και να μην υπάρχει λόγος ανάστροφής τους. Ωστόσο, στα κτίρια αυτά ,συχνά παρατηρούνται και αλλαγές σε μορφολογικά στοιχεία : καινούργια κουφώματα , σύγχρονα κιγκλιδώματα, επιδιορθώσεις στεγών που πολλές φορές επιτυγχάνονται με χρήση σύγχρονων υλικών που διαφέρουν μορφολογικά από τα προϋπάρχοντα παραδοσιακά, μεταγενέστερες εξωτερικές σκάλες διαφορετικές από τις προϋπάρχουσες κ.α. Οι περισσότερες από τις αλλοιώσεις αυτές χαρακτηρίζονται αναστρέψιμες και θα μπορούσαν κάλλιστα να αναστραφούν σε μία προσπάθεια διατήρησης του παραδοσιακού χαρακτήρα και της αρχικής αρχιτεκτονικής μορφής των πολύτιμων αυτών κτισμάτων.
Απ΄την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλά κτίσματα στον οικισμό που έχουν δεχτεί μεγάλες και έντονες επεμβάσεις που δυστυχώς χαρακτηρίζονται μη αναστρέψιμες. Τα κτίρια αυτά έχουν υποστεί δομικές , αρχιτεκτονικές ή και μορφολογικές παρεμβάσεις που απέχουν αρκετά από τον παραδοσιακό χαρακτήρα του οικισμού και την αρχική μορφή των κτισμάτων. Μερικές απ΄ αυτές είναι η δημιουργία μεγαλύτερων παραθύρων στις λιθοδομές σε συνδυασμό με το κλείσιμο-μπάζωμα παραθύρων που προϋπήρχαν , δημιουργία μεγαλύτερων φεγγιτών πολλές φορές σε διαστάσεις κανονικών παραθύρων, προσθήκη μεταλλικών στοιχείων στο δομικό σύστημα αλλά και στον εξωτερικό διάκοσμο των κτισμάτων κ.α.
Στη συνέχεια ακολουθεί η κατηγορία των σύγχρονων κτισμάτων , πολλά από τα οποία εύκολα κανείς παρατηρεί ότι αλλοιώνουν τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του οικισμού. Πρόκειται για μεταγενέστερες κατασκευές όπου έχει γίνει μια αποτυχημένη προσπάθεια απομίμησης των παραδοσιακών μορφών. Σε αυτά διακρίνονται αναμεμειγμένα στοιχεία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, μπαρόκ αλλά και νεοκλασικών μορφών. Πρόκειται για μία κακόγουστη μάλλον μίξη που μαρτυρά την άγνοια και την σύγχυση των κατασκευαστών, ίσως και την αδιαφορία τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις πιο συχνές είναι οι όψεις βαμμένες με έντονα χρώματα ,οι σκαλιστές ή βαμμένες λεπτομέρειες στις όψεις που διαφέρουν από τα παραδοσιακά μοτίβα, οι υπερδιαστασιολογημένοι φεγγίτες καθώς και οι περιπτώσεις σοβατισμένων σύγχρονων κτισμάτων ,με τον όροφο να προεξέχει στη νότια όψη( προφανώς μία αποτυχημένη απομίμηση σαχνισιού ), κ.α.
Στην ίδια αυτή κατηγορία σύγχρονων κτισμάτων , ανήκουν και κάποια μεταγενέστερα των παραδοσιακών κτίσματα, που η μορφή τους δεν μιμείται καν την παραδοσιακή. Πρόκειται για οικονομικές κατασκευές, χωρίς όροφο, τις περισσότερες φορές με λευκό σοβά . Ως κατασκευές χαρακτηρίζονται μέτριες , συχνά κακοφτιαγμένες, και δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από τα τυπικά χωριάτικα ελληνικά σπίτια .Κατά συνέπεια, δεν παρουσιάζουν κανένα αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον , ενώ αλλοιώνουν σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα του οικισμού.
Απ’ την άλλη πλευρά, υπάρχουν και κάποια σύγχρονα κτίρια , δυστυχώς λίγα , που κατορθώνουν να μην αλλοιώσουν τον χαρακτήρα του οικισμού. Τα κτίσματα αυτά ανήκουν στην επόμενη κατηγορία που μελετάται στον χάρτη. Είναι επιμελημένες αρχιτεκτονικά κατασκευές και φυσικά σύγχρονα εξοπλισμένες που καταφέρνουν να ενσωματωθούν στο σύνολο των παραδοσιακών κτισμάτων χωρίς να τα απομιμούνται άγαρμπα. Εμφανίζουν ορισμένα από τα μορφολογικά στοιχεία τους, με έναν προσεγμένο τρόπο που μαρτυρά το σεβασμό του κατασκευαστή αλλά και του ιδιόκτητη για το ιστορικό παρελθόν του τόπου.
Ελάχιστα είναι τα κτίσματα στον οικισμό που δεν έχουν υποστεί καμία αλλοίωση. Τα κτήρια αυτά που ανήκουν στην επόμενη κατηγορία, δεν είναι παρά εγκαταλελειμμένα και τα περισσότερα εντελώς ερειπωμένα. Παρόλο που ενδείκνυνται για ιστορική καταγραφή και μελέτη είναι ακατάλληλα για κατοίκηση. Αποτελούν βέβαια τα μόνα πραγματικά γνήσια παραδείγματα της παραδοσιακής πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής στη Βυζίτσα.
Στην τελευταία κατηγορία ανήκουν τα κτήρια υπό ανέγερση. Τον Νοέμβρη του 2014 ήταν ελάχιστα.
Συνοψίζοντας, παρατηρώντας το χάρτη , διακρίνουμε ότι το κομμάτι που βρίσκεται πάνω από το δρόμο που αποτελεί το ιστορικό πυρήνα του οικισμού διακρίνεται από ήπια επίπεδα αλλοιώσεων τα οποία θεωρούνται αναστρέψιμα. Η πυκνότητα κτηρίων που αλλοιώνουν τον παραδοσιακό χαρακτήρα (έντονες αλλοιώσεις και σύγχρονα κτήρια που δε σέβονται την παράδοση) είναι αρκετά μικρότερη σε αυτό το κομμάτι της Βυζίτσας, ενώ τα κτήρια που δεν αλλοιώνουν τον οικισμό είναι ελάχιστα, κυρίως τα γνωστά αρχοντικά.Στο ανατολικό και Νότιο κομμάτι της Βυζίτσας η κατάσταση αυτή αντιστρέφεται. Φαίνεται πως τα νέα κτίσματα δε διατηρούν τον παραδοσιακό χαρακτήρα, σε αντίθεση με τα ήδη υφιστάμενα. Ο δήμος φαίνεται να έχει επενδύσει στην προστασία του παραδοσιακού χαρακτήρα του οικισμού, Τα έργα του ΕΟΤ επηρέασαν θετικά τη στάση των υπόλοιπων ιδιοκτητών οι οποίοι με τη σειρά τους επένδυσαν στην ανάδειξη αυτού του στοιχείου.
Βιβλιογραφία-Πηγές:
Ιωάννης Κίζης (2007), Πηλιορείτικη Οικοδομία , Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς
Γραμμένος, Ν.Σ. ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΒΥΖΙΤΣΑ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ. 2014.