Αν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τυπολογία κατοικίας στο Παλαιοχώρι, θα επιλέγαμε να αναλύσουμε αυτή της διώροφης, στιβαρής κατασκευής με ορθογωνική κάτοψη ή κάτοψη σε σχήμα Γ, η οποία αποτελεί εξέλιξη της πρώτης και συγκεντρώνει τους χώρους διημέρευσης στον όροφο, ενώ το ισόγειο αξιοποιείται για τις ανάγκες των οικόσιτων ζώων. Οι τοίχοι είναι πέτρινοι και αρκετά φαρδείς – φτάνουν μέχρι και το ένα μέτρο – και συνήθως δομούνται από ημιλάξευτους λίθους ή ακόμη και αργούς, που εσωτερικά καλύπτονται με επίχρισμα/σοβά με βάση το άχυρο. Στην περίμετρο, ωστόσο, των ανοιγμάτων, καθώς και στις γωνίες του κτιρίου, οι λίθοι που χρησιμοποιούνται είναι λαξευμένοι. H κάλυψη γίνεται με κεκλιμένες στέγες, δίρριχτες, τρίρριχτες ή τετράρριχτες, που συνήθως κατασκευάζονται από ξύλινα στοιχεία, τα οποία με τις κατάλληλες συνδέσεις στηρίζονται σε ζευκτά και φέρουν πλάκες, που συνηθίζονταν τις παλαιότερες εποχές, ή κεραμίδια (πιο σύγχρονος τρόπος), αρχικά χειροποίητα από τις Μοτσάρες και έπειτα βιομηχανικά. Επιπλέον, τα περισσότερα ορθογωνικά κτίσματα κατοικίας φέρουν ξύλινο σκεπαστό εξώστη (χαγιάτι) που τοποθετείται στη μικρή πλευρά, στηρίζεται σε ξύλινες ή μεταλλικές (μεταγενέστερες) αντηρίδες, προεξέχει γύρω στο ένα μέτρο από την εξωτερική παρειά του τοίχου και αποτελεί χώρο εκτόνωσης του δωματίου που η οικογένεια περνά τις περισσότερες ώρες. Σχετικά με την εσωτερική διάρθρωση, το ισόγειο/κατώι εξυπηρετεί τη στέγαση των ζώων και είναι διαμορφωμένο τις περισσότερες φορές με καμάρα, κυρίως επειδή έχει την ικανότητα να διατηρεί τη ζεστασιά το χειμώνα και τη δροσιά το καλοκαίρι, ενώ κύρια χαρακτηριστικά του είναι το πατάρι αποθήκευσης της φυτικής αποξηραμένης τροφής, ο λεγόμενος τζάρκος και το άνοιγμα της οροφής, ο καταρράκτης, που συνέβαλε στην επικοινωνία με το επάνω πάτωμα και συρόταν από πάνω ή ωθούνταν από κάτω. Ο όροφος/ανώι προσεγγίζεται από διαφορετική είσοδο και συγκεντρώνει όλους τους χώρους της κατοικίας, την σάλα για την υποδοχή των ξένων, την κουζίνα, τα υπνοδωμάτια. Απαραίτητο στοιχείο σε κάθε κουζίνα είναι η εστία, γύρω από την οποία η οικογένεια συγκεντρώνεται τις κρύες χειμωνιάτικες μέρες. Η καμινάδα, όμως, αρκετές φορές δεν επέτρεπε στον καπνό να εξέλθει του δωματίου εξαιτίας των ισχυρών ανέμων της περιοχής, με αποτέλεσμα η ατμόσφαιρα να γίνεται αποπνικτική, γεγονός που επέφερε και την αντικατάσταση του τζακιού από την ξυλόσομπα. Το κτίσμα εντάσσεται τις περισσότερες φορές σε αυλή στην οποία βρίσκονται οι αποθήκες της οικογένειας, καθώς και ο φούρνος με το χαρακτηριστικό του άνοιγμα, που φρασσόταν από το αντίστοιχο λαμαρινένιο πρόσθετο με τις λαβές. Όσον αφορά τα ισόγεια κτίσματα, πρόκειται για τα λεγόμενα μακρινάρια τα οποία, ανάλογα τη σχέση της στενής πλευράς με τις υψομετρικές καμπύλες όσο και με τη θέση της εισόδου, διακρίνονται σε πλατυμέτωπα και στενομέτωπα. Όταν η στενή πλευρά είναι κάθετη στην κλίση του εδάφους και η είσοδος γίνεται από από αυτήν, το κτίριο χαρακτηρίζεται ως στενομέτωπο, ενώ όταν η στενή πλευρά είναι παράλληλη στην κλίση και η είσοδος γίνεται από τη μακρά, το κτίριο είναι πλατυμέτωπο. Εσωτερικά, εμφανίζονται δίχωρα, διάρθρωση που ευνοείται όταν η είσοδος γίνεται από τη στενή πλευρά, με τους χώρους να αναπτύσσονται διαδοχικά ή τρίχωρα, διάρθρωση που ευνοείται όταν η είσοδος γίνεται από το μέσο της μεγάλης πλευράς. Μερικές φορές, συναντάται και υπόγειο, που πιθανώς χρησίμευε ως αποθήκη ή στάβλος.
Βιβλιογραφία :
ΣΥΚΩΚΗΣ, Βασίλειος, 2006, Παλαιοχώριον, το στολίδι του Πάρνωνα,1η εκδ. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ι. Μπουκαβάλα Α.Ε.
ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ, Δημήτρης, 1985, ΚΥΝΟΥΡΙΑ, 1η εκδ. Αθήνα: Εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ