Το κτίριο, με αναγραφόμενο έτος κατασκευής το 1932, βρίσκεται ανατολικά της Παλιάς Πλατείας, με την νότια όψη προσανατολισμένη στο καλντερίμι που καταλήγει σε αυτή. Η είσοδος βρίσκεται στη νότια πλευρά του κτιρίου οδηγεί σε ισόγειο με αποθηκευτικούς κυρίως χώρους.
Στο βορεινό δωμάτιο του ισογείου συναντάται παραλληλόγραμμος σε κάτοψη χώρος με ημικυλινδρικό θόλο – κατώι (Φιλιππίδης, 1985), το οποίο παραδοσιακά λειτουργούσε για την στέγαση των ζώων, με ξύλινο πατάρι – τζάρκο (Φιλιππίδης, 1985), για την φύλαξη των σιτηρών. Με ξύλινη, μεταγενέστερης κατασκευής σκάλα επιτυγχάνεται η πρόσβαση στον όροφο, όπου συναντώνται οι χώροι διημέρευσης – ανώι (Φιλιππίδης, 1985). Εκεί υπάρχουν τέσσερα δωμάτια και ένας ιδιαίτερης μορφής, ημιυπαίθριος, μεταβατικός χώρος που διανέμει στα υπόλοιπα δωμάτια και που καταλήγει σε εξωτερικό, πέτρινο στηθαίο. Σε αυτό το σημείο υπήρχε υαλοστάσιο που διαχώριζε το εσωτερικό από το εξωτερικό του σπιτιού, αλλά πλέον δεν υφίσταται.
Τα περισσότερα ανοίγματα, καθώς και ο μπετονένιος, με εμφανή σκύρα εξώστης βρίσκονται στην νότια και την ανατολική πλευρά του κτιρίου, ενώ στην δυτική πλευρά του ορόφου βρίσκεται τζάκι και καπνοδόχος.
Ο φέρων οργανισμός και η πλήρωση είναι από ημιλαξευτούς λίθους, με διαφορετικού είδους λάξευμα στους γωνιόλιθους, οι οποίοι είναι συνήθως πλήρως λαξευμένοι. Οι εσωτερικοί τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από ξύλινο σκελετό, με πέτρινη πλήρωση, το πάτωμα είναι επίσης ξύλινο, με κατάλληλη διαδοκίδωση και σανίδες και το ξύλινο, ζευκτό δικτύωμα της στέγης καλύπτεται από γαλλικά κεραμίδια.
Η στέγη είναι ιδιαίτερης μορφής, καθώς καλύπτει πολυγωνικό σε κάτοψη κτίριο και, όπως πολλά άλλα στοιχεία του κτιρίου, έχει υποστεί φθορές λόγω της εγκατάλειψής του.