Οι στέγες είναι κατά κανόνα δίρριχτες η τρίρριχτες με σκουφιά προς τον Νότο ή την ανατολή και γεφυρώνουν ανοίγματα μικρού πλάτους γύρω στα τέσσερα μετρά. Η στέγη διαμορφώνεται με τον κορφιά και τους αμείβοντες που γεφυρώνουν το άνοιγμα μεταξύ κορφιά και τοίχου. Οι αμείβοντες βρίσκονται σε αποστάσεις περίπου 70 εκατοστά και ανά δυόμιση μέτρα παρεμβάλλονται οριζόντια δοκάρια στη βάση της στέγης. Πάνω από το σύστημα αυτό, στο παρελθόν στρωνότανε καλαμωτή που στις σημερινές ανακατασκευές έχει αντικατασταθεί από σανίδωμα, πάνω από το οποίο με λάσπη τοποθετούνται κολυμπητά τα κεραμίδια (κυρίως βυζαντινού τύπου), λόγω ισχυρών ανέμων.(1) (2) Τα ταβάνια, όταν υπήρχαν ήταν απλά, χωρίς διακοσμήσεις. (3)
Εξωτερικά η στέγη ολοκληρώνεται μέσα από το περίγραμμα του υποκείμενου τοίχου στον οποίον δημιουργείται περιμετρικά λούκι. Τα νερά της στέγης συλλέγονταν για να οδηγηθούν στη στέρνα με λούκια με ελαφριά κλίση που σχηματίζονται σε ένα δόντι της στέψης του τοίχου, κάτω από τα κεραμίδια. Λόγω της επιστρώσεώς τους με κεραμίδια, τα λούκια έχουν μια ελαφριά καμπυλότητα και δίνουν τη στέψη των μονεμβασιώτικων σπιτιών μια χαρακτηριστική μορφή. Τα λούκια με μικρή κλίση οδηγούν το νερό στους κατακόρυφους αγωγούς, που φτάνουν στη στέρνα. Οι αγωγοί αυτοί είναι πήλινοι, τοποθετημένοι μέσα σε εγκοπές που αφήνονται στους τοίχους εσωτερικά κατά το χτίσιμο. (4)(5)