Πληθυσμιακα στοιχεια:
Το 1828, η Μονεμβασιά είχε 659 κατοίκους, ενώ τα περισσότερα από τα σπίτια ήταν κατεστραμμένα. Νέος φρούραρχος της Μονεμβασιάς ορίστηκε ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Ανάμεσα στα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν η φύλαξη του φρουρίου και η επισκευή των κτιρίων, καθώς δεν επαρκούσαν ούτε για τη στέγαση των δημόσιων υπηρεσιών. Για αυτό το λόγο έφτασε στην πόλη ο μηχανικός Φώτης Κεσόγλου και ο Θεόδωρος Βαλλιάνος. Παράλληλα, έγινε προσπάθεια για τη λειτουργία σχολείου, το οποίο στεγάστηκε στο ναό του Αγίου Νικολάου. Παρά τις δυσκολίες στη χρηματοδότησή του, παρέμεινε σε λειτουργία το 1937. Εκκλησιαστικά, η Μονεμβασιά παρέμεινε έδρα της μητρόπολης Μονεμβασιάς, όμως μετά το θάνατο του μητροπολίτη Χρύσανθου Παγώνη, η έδρα χήρευσε και τοποτηρητής ορίστηκε ο Γεράσιμος Παγώνης, αλλά δεν είχε το βαθμό του επισκόπου και έτσι χρησιμοποιούσε και τον επίσκοπο Σταγών Αμβρόσιο, όμως οι πόροι της επαρχίας αρκούσαν μόνο για τον ένα, και τελικά ο Αμβρόσιος κατέληξε στην μητρόπολη Μυστρά.
Η Μονεμβασιά συνέχισε να βρίσκεται σε δεινή κατάσταση για πολλά ακόμη χρόνια, αλλά παρέμεινε το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής και κατά τη διοικητική αναδιάταξη του 1833, η Μονεμβασιά εξακολούθησε να είναι έδρα της επαρχίας, η οποία όμως από επαρχεία Μονεμβασιάς μετονομάζεται σε επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς. Η Μονεμβασιά παρέμεινε έδρα της επαρχίας Μονεμβασιάς μέχρι το 1864, όταν η έδρα μεταφέρθηκε στους Μολάους, αλλά παρέμεινε έδρα δήμου, μέχρι την κατάργησή του το 1913. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν έδρα ειρηνοδικείου, τελωνείου, τηλεγραφείου, αστυνομίας και σχολαρχείου. Σύμφωνα με τις απογραφές, υπήρχε μείωση του πληθυσμού μέχρι τη δεκαετία του 1970. Η πορεία του πληθυσμού της κοινότητας σύμφωνα με τις απογραφές είναι η εξής: 1920: 483 κ., 1928: 638 κ., 1940: 638 κ., 1951: 522 κ., 1961: 487 κ., 1971: 445 κ.. Οι κάτοικοι της Μονεμβασιάς είτε μετανάστευσαν στην Αθήνα είτε μετοίκησαν στη Γέφυρα, απέναντι από τη Μονεμβασιά. Στην απογραφή του 1951, από τους 522 κατοίκους της κοινότητας, στη Γέφυρα ζούσαν οι 261, στην παλιά πόλη οι 178 και στην Αγία Κυριακή 83. Ο πληθυσμός της παλιάς πόλης συνέχισε να μειώνεται και το 1971 σε αυτήν ζούσαν μόλις 32 κάτοικοι. Η Μονεμβασιά συνέχισε να βασίζεται για την ύδρευσή της στις στέρνες μέχρι το 1964 και ο ηλεκτρισμός έφτασε το 1972. Το εμπόριο γινόταν ακτοπλοϊκώς, όπου τα προϊόντα μεταφέρονταν στο κοντινότερο μεγάλο λιμάνι, τον Πειραιά.
Από τη δεκαετία του 1970 η Μονεμβασιά άρχισε να ακμάζει ξανά, αυτή τη φορά ως τουριστικός προορισμός. Οι Μονεμβασιώτες πούλησαν τα σπίτια τους σε ανθρώπους που επισκέπτονταν την Μονεμβασιά και τα αναστήλωσαν. Στις αναστηλώσεις κύριο λόγο έπαιξαν ο Αλέξανδρος και η Χάρις Καλλιγά. Παράλληλα, έντονη ανάπτυξη γνώρισε και η Γέφυρα (στην απογραφή του 2011 έχει 1.299 κατοίκους).¹ Στην απογραφή του 2021 ο συνολικός πληθυσμός της Μονεμβασιάς μετρούσε 21.815 κατοίκους (σχεδόν σταθερός, -1%).²
Οικονομικές-Παραγωγικές δραστηριότητες
Η Μονεμβασιά πρωτοκατοικήθηκε πριν από 8.000 χρόνια και πρόκειται για τον μοναδικό πρωτοελλαδικό οικισμό στις ανατολικές ακτές της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς. Η Μονεμβασιά, τότε Άκρα Μινώα, αποτέλεσε τον ενδιάμεσο σταθμό ανάμεσα στις χερσαίες περιοχές της Ελλάδας και στο ήδη ακμάζον δίπτυχο Κυκλάδων – Κρήτης, γεγονός που την κατέστησε εμπορικό προορισμό.
Κατά τη διάρκεια της μυκηναϊκής ή υστεροελλαδικής εποχής, η Μονεμβασιά συνεχίζει να αποτελεί νευραλγικό σημείο και εξελίσσεται σε πελαγίσιο μονοπάτι μεταξύ του μυκηναϊκού και μινωικού πολιτισμού.
Το 375 μ.Χ. σημειώνεται ισχυρός σεισμός που αλλάζει ριζικά τον εδαφολογικό χάρτη της περιοχής. Με την αποκοπή μέρους της στεριάς η Άκρα Μινώα, μετατρέπεται σε νησί, την Μονεμβασιά.¹
Κατά τα βυζαντινά χρόνια, σε αντίθεση με άλλους οικισμούς στην περιοχή της Πελοποννήσου οι οποίοι παράκμασαν από τον 7ο αιώνα και μετά - μια περίοδος γνωστή ως σκοτεινοί χρόνοι - η Μονεμβασιά λόγω της θέσης πάνω σε σημαντικούς θαλάσσιους δρόμους, όπως αυτός που τη συνέδεε με τη Σικελία, αναπτύχθηκε σε εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο. Στην Κάτω Πόλη βρέθηκε χάλκινο νόμισμα κομμένο στη Σικελία του Φιλιππικού Βαρδάνη. Η καίρια θέση της Μονεμβασιάς στο θαλάσσιο δρόμο προς την ανατολική Μεσόγειο υπήρξε στόχος πειρατικών επιδρομών στους επόμενους αιώνες, καθώς και επιδρομών ηγεμόνων της Δύσης.
Επί ηγεσίας Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου (1282-1328), ορίστηκε η απαλλαγή από φόρο κληρονομιάς και η απαλλαγή από το κομμέρκιον (δασμοί). Ο Ανδρόνικος Γ' Παλαιολόγος στη συνέχεια απάλλαξε τη Μονεμβασιά από 28 φόρους.[23] Η ακμή της πόλης υπήρξε ραγδαία: εκτός από την αύξηση του πληθυσμού, που κύρια επίδοσή του ήταν το εμπόριο και η ναυτιλία, δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις για την πνευματική και εκκλησιαστική ανάπτυξη, σε βαθμό που η ως το 1460 περίοδος να θεωρείται «χρυσή εποχή» της πόλης.
Κατά τους Οθωμανικούς χρόνους η Πάνω Πόλη εγκαταλείφθηκε. Η ίδια η Μονεμβασιά έγινε γνωστή ως Μενεξέ, Μενεφσέ ή Μπενεφσέ[35] και εντάχθηκε διοικητικά στο Σαντζάκι του Μοριά. Στην απογραφή του 1573-1574 αναφέρεται ότι διέθετε φρουρά 104 αντρών και απέδιδε ως φόρους 28.665 ακτσέδες, 6.000 από την εμπορική κίνηση στο λιμάνι της.²
Η κινητικότητα του εμποροναυτικού στόλου που διαθέτει, συντείνει και στις εξαγωγές του περίφημου κρασιού μαλβάζια (vinummalvasium) που ήταν προϊόν τοπικής προέλευσης, αποτελούσε αγαθό πολυτελείας και χρησιμοποιούνταν στα τραπέζια ηγεμόνων και βασιλέων. Το κρασί αυτό προερχόταν από την ποικιλία θράψα, ήταν χρώματος ασπροκόκκινου και γλυκό στην γεύση. Παρασκευαζόταν από οινοποιούς της περιοχής και αποκαλούνταν «ο ανθοσμίας των αρχαίων». Στο συγκεκριμένο κρασί μάλιστα γίνεται αναφορά και στον Ριχάρδο Γ’ του Σαίξπηρ. Ο ακριβής τρόπος παρασκευής του κρασιού παραμένει άγνωστος, καθώς οι Τούρκοι απαγόρευσαν την παραγωγή του το 1545. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένα γλυκό, λιαστό κρασί που παράγεται στην περιοχή της Μονεμβασίας, προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (Π.Ο.Π.), ενώ επανήλθε στο εμπόριο τα τελευταία χρόνια.¹