ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Λίγο βορειότερα από τη Μονεμβασιά βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η Επίδαυρος Λιμηρά. Ήταν η σημαντικότερη πόλη στις ανατολικές ακτές της χερσονήσου του Μαλέα (στα νότια του σημερινού Δήμου Μονεμβασιάς) και άνθισε κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Ο Παυσανίας αναφέρει την Επίδαυρο Λιμηρά, για την οποία περιέγραψε ότι απέναντι από την πόλη βρισκόταν ακρωτήριο το οποίο αναφέρει ως «άκρα Μινώα». Το τοπωνύμιο «Μινώα» υποδηλώνει την ύπαρξη λιμένα στην αρχαιότητα, ίχνη του οποίου έχουν εντοπιστεί υποθαλάσσια. Παρόλα αυτά δεν είναι γνωστό αν υπήρχε σημαντικός οικισμός πάνω στο βράχο. Είναι πιθανό να δημιουργήθηκε εκεί οικισμός τον 4ο αιώνα, όταν η πρωτεύουσα μετακινήθηκε από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα μεταβολές στις θαλάσσιες εμπορικές οδούς. Η ίδια η Επίδαυρος Λιμηρά εγκαταλείφθηκε τον 4ο αιώνα.
ΙΔΡΥΣΗ
Η Μονεμβασιά ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα, από την μετεγκατάσταση σε αυτή των κατοίκων της Αρχαίας Σπάρτης, η οποία τότε ήταν γνωστή ως Λακεδαίμονα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, λόγω διαφόρων καταστροφών, είτε φυσικών είτε λόγω επιδρομών, οι πόλεις γνώρισαν κάμψη. Ο Ιουστινιανός προχώρησε σε οικιστική αναδιαμόρφωση, μετακινώντας ολόκληρο τον πληθυσμό πόλεων σε νέες τοποθεσίες.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Σε αντίθεση με άλλους οικισμούς στην περιοχή της Πελοποννήσου οι οποίοι παρήκμασαν από τον 7ο αιώνα και μετά - μια περίοδος γνωστή ως σκοτεινοί χρόνοι - η Μονεμβασιά λόγω της θέσης πάνω σε σημαντικούς θαλάσσιους δρόμους, όπως αυτός που τη συνέδεε με τη Σικελία, αναπτύχθηκε σε εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο. Ωστόσο, η καίρια θέση της Μονεμβασιάς στο θαλάσσιο δρόμο προς την ανατολική Μεσόγειο υπήρξε στόχος πειρατικών επιδρομών στους επόμενους αιώνες, καθώς και επιδρομών ηγεμόνων της Δύσης και Αράβων. Κατά τη διάρκεια του 11ου και 12ου αιώνα, η Μονεμβασιά γνώρισε εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη. Εκείνη την περίοδο, ο οικισμός εξαπλώθηκε σε όλο το βράχο και ανοικοδομήθηκαν σημαντικά μνημεία.
ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΚΑΙ <<ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ>>
Οι Λατίνοι πολιόρκησαν ανεπιτυχώς τη Μονεμβασιά το 1222, ωστόσο το 1252, ύστερα από πολιορκία τριών χρόνων, ο γιος του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Γουλιέλμος Β', πρίγκιπας της Αχαΐας, κατέλαβε τη Μονεμβασία. Όσοι κάτοικοι της Μονεμβασιάς δεν επιθυμούσαν να παραμείνουν στην, υπό λατινική κατοχή, πόλη αναχώρησαν για τις Πηγές στη Βιθυνία, οι οποίες απέκτησαν τα ίδια εμπορικά προνόμια με τη Μονεμβασιά. 10 χρόνια μετά όμως, η Μονεμβασία είχε οριστεί έδρα Βυζαντινού στρατηγού και έδρα Ορθόδοξου μητροπολίτη, ενώ παράλληλα παραχωρήθηκαν στους κατοίκους σημαντικά προνόμια, που ανανεώθηκαν και διευρύνθηκαν από τον Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο (1282-1328), όπως η απαλλαγή από φόρο κληρονομιάς και η απαλλαγή από το κομμέρκιον (δασμοί). Ο Ανδρόνικος Γ' Παλαιολόγος στη συνέχεια απάλλαξε τη Μονεμβασιά από 28 φόρους. Η ακμή της πόλης υπήρξε ραγδαία: εκτός από την αύξηση του πληθυσμού, που κύρια επίδοσή του ήταν το εμπόριο και η ναυτιλία, δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις για την πνευματική και εκκλησιαστική ανάπτυξη, σε βαθμό που ως το 1460 περίοδος να θεωρείται η «χρυσή εποχή» της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό το 1324 από τα συνολικά 3.108 υπέρπυρα (χρυσό βυζαντινό νόμισμα) που εισέφεραν οι μητροπόλεις στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, τα 800 προέρχονταν από την μητρόπολη Μονεμβασιάς, τα περισσότερα από κάθε άλλη.
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑ
Την ειρηνική ζωή της Μονεμβασίας κατά τον 14ο και το α' μισό του 15ου αιώνα τάραξαν πειρατικές επιδρομές και εσωτερικές συγκρούσεις, που δεν επηρέασαν εν τούτοις την ιστορική της πορεία στα πλαίσια του δεσποτάτου του Μορέως. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 επικράτησε αναταραχή στο δεσποτάτο του Μορέως, το οποίο είχε τότε δύο δεσπότες, τον Θωμά και τον Δημήτριο, οι οποίοι διαφωνούσαν σχετικά με το μέλλον του δεσποτάτου. Ο Δημήτριος παρέδωσε τη Μονεμβασιά τον Μάιο του 1460 στον Μωάμεθ Β΄, ο οποίος όμως αποχώρησε χωρίς να τη πολιορκήσει. Στη συνέχεια, ακολουθώντας τη συμβουλή του Θωμά Παλαιολόγου, οι κάτοικοι προσέφεραν την πόλη στον Πάπα Πίο Β’ στις 12 Σεπτεμβρίου 1460, ο οποίος και δέχθηκε.
ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΩΝ (1460 – 1821)
Α’ ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Α’ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Στα τέλη του 1463 η Μονεμβασία είχε περιέλθει στους Βενετούς. Μετά το τέλος του Α΄ Ενετοτουρκικού Πολέμου (1463-1479), τμήμα των εκτάσεων στην επικράτεια της Μονεμβασιάς περιήλθε στην κατοχή των Οθωμανών, επηρεάζοντας πρωτογενή τομέα και εμπόριο. Οι κτήσεις της Βενετίας γύρω από τη Μονεμβασιά περιοριστήκαν περισσότερο μετά τον Β΄ Ενετοτουρκικό Πόλεμο (1499-1503) και κατά τους Οθωμανικούς χρόνους η Πάνω Πόλη εγκαταλείφθηκε, με την ίδια τη Μονεμβασιά να γίνεται γνωστή ως Μενεξέ, Μενεφσέ ή Μπενεφσέ.
Κατά τη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου (1645-1669) έγιναν προσπάθειες από τη Βενετία να καταλάβει τη Μονεμβασιά, η οποία λειτουργούσε ως βάση του οθωμανικού στρατού. Η πρώτη απόπειρα έγινε τον Αύγουστο του 1653 και η δεύτερη προσπάθεια έγινε τον Ιούλιο του 1655. Οι Οθωμανοί ενίσχυσαν, ύστερα, την άμυνα της Μονεμβασιάς, και παραχώρησαν στους κατοίκους της την δυνατότητα να φτιάξουν μια εκκλησία με τρούλο, ως επιβράβευση που δεν παραχώρησαν την πόλη στους Βενετούς.
ΒΕΝΕΤΙΚΗ ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΚΑΙ Β’ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Το 1684 ξεκίνησε ο ΣΤ΄ Ενετοτουρκικός Πόλεμος, κατά τον οποίο ο Φραντζέσκο Μοροζίνι κατέλαβε ολόκληρη την Πελοπόννησο, με την εξαίρεση της Μονεμβασιάς, η οποία αντιστάθηκε. Ο Μοροζίνι την πολιόρκησε ξανά το 1687, βομβαρδίζοντάς την, αλλά οι Τούρκοι υπερασπιστές αρνήθηκαν να παραδωθούν με αποτέλεσμα να αποχωρήσει, ενώ τρία χρόνια αργότερα η πόλη παραδόθηκε στους Βενετούς. Η ανάκτηση της Πελοποννήσου από τους Βενετούς είχε ως αποτέλεσμα και την επανεγκατάσταση κατοίκων στη Μονεμβασία, που ορίστηκε πρωτεύουσα του διαμερίσματος της Λακωνίας. Η πόλη είχε υποστεί σημαντικές καταστροφές και ακολούθησε πρόγραμμα ανοικοδόμησής της. Ο πληθυσμός της το 1700 είχε φθάσει στους 1.622 κατοίκους, σχεδόν διπλάσιος σε σύγκριση με δέκα χρόνια πριν. Το 1715 ο Οθωμανικός στρατός επιτέθηκε στην Πελοπόννησο, στα πλαίσια του Ζ΄ Βενετοτουρκικού Πολέμου, όπου ανακτήθηκε πάλι απ’ τους Οθωμανούς. Η περιοχή γνώρισε μια σχετική εμπορική και οικονομική άνθηση και ιδρύθηκε ελληνικό σχολείο. Κάποιοι Βενετοί επέστρεψαν στην πόλη, όπως και παλαιότεροι Τούρκοι κάτοικοι.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Το φρούριο της Μονεμβασίας πολιορκήθηκε κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης από ξηρά και θάλασσα και ύστερα από τετράμηνη πολιορκία παραδόθηκε στους Έλληνες στις 23 Ιουλίου 1821. Το Μάρτιο του 1822 αποφασίστηκε από την προσωρινή διοίκηση της Ελλάδας η επισκευή του φρουρίου και η αποστολή φρουράς, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στην στατιστική περιγραφή της Μονεμβασιάς το 1828, η Μονεμβασιά είχε ενδεικτικά 659 κατοίκους, ενώ τα περισσότερα από τα σπίτια ήταν κατεστραμμένα. Νέος φρούραρχος της Μονεμβασιάς ορίστηκε ο Κωνσταντίνος Κανάρης και ανάμεσα στα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν η φύλαξη του φρουρίου και η επισκευή των κτιρίων, καθώς δεν επαρκούσαν ούτε για τη στέγαση των δημόσιων υπηρεσιών. Η Μονεμβασιά συνέχισε να βρίσκεται σε δεινή κατάσταση για πολλά ακόμη χρόνια, αλλά παρέμεινε το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής.
ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ 20ος ΑΙΩΝΑΣ
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Μονεμβασιά ήταν έδρα ειρηνοδικείου, τελωνείου, τηλεγραφείου, αστυνομίας και σχολαρχείου. Ωστόσο, σύμφωνα με τις απογραφές, υπήρχε μείωση του πληθυσμού μέχρι τη δεκαετία του 1970. Οι κάτοικοι της Μονεμβασιάς είτε μετανάστευσαν στην Αθήνα είτε μετοίκησαν στη Γέφυρα, απέναντι από τη Μονεμβασιά. Στην απογραφή του 1951, από τους 522 κατοίκους της κοινότητας, στη Γέφυρα ζούσαν οι 261, στην παλιά πόλη οι 178 και στην Αγία Κυριακή 83. Ο πληθυσμός της παλιάς πόλης συνέχισε να μειώνεται και το 1971 σε αυτήν ζούσαν μόλις 32 κάτοικοι. Η Μονεμβασιά συνέχισε να βασίζεται για την ύδρευσή της στις στέρνες μέχρι το 1964 και ο ηλεκτρισμός έφτασε το 1972, ενώ το εμπόριο γινόταν ακτοπλοϊκώς.
Από τη δεκαετία του 1970 η Μονεμβασιά άρχισε να ακμάζει ξανά, αυτή τη φορά ως τουριστικός προορισμός. Πολλοί ντόπιοι πούλησαν τα σπίτια τους σε ανθρώπους που επισκέπτονταν την Μονεμβασιά και τα αναστήλωσαν. Κύριο λόγο στις αναστηλώσεις έχουν οι αρχιτέκτονες Αλέξανδρος και Χάρις Καλλιγά, με μεγάλο θεωρητικό και πρακτικό έργο στη και για τη Μονεμβασιά. Παράλληλα, έντονη ανάπτυξη γνώρισε και η γειτονική Γέφυρα, οπού στην απογραφή του 2011 έχει 1.299 κατοίκους.