Το συγκεκριμένο κτίριο βρίσκεται βόρεια της επαρχιακής οδού και περιβάλλεται από ένα αρκετά διευρυμένο δίκτυο μονοπατιών. Αποτελείται από ένα κατώι το οποίο από τη νότια πλευρά του είναι ισόγειο και από τη βόρεια υπόγειο, από τον χώρο εκτροφής μεταξοσκωλήκων και τον κύριο χώρο διαβίωσης στον πρώτο όροφο καθώς και από ένα εξωτερικό φούρνο, ο οποίος προηγουμένως αποτελούσε την εξωτερική τουαλέτα της κατοικίας. Τέλος, διαθέτει δώμα από σχιστόπλακες.
Αν και είναι άγνωστος ο αριθμός των οικοδομικών φάσεων του κτιρίου, διακρίνονται δύο χαρακτηριστικές. Στην πρώτη, ο πρώτος όροφος αποτελούνταν από δύο μεγάλους ενιαίους χώρους οι οποίοι επικοινωνούσαν μεταξύ τους με μία καμάρα η οποία είχε καθοριστικό ρόλο στη στήριξη του χώρου. Το ασυνήθιστα μεγάλο ύψος του ορόφου καθώς και τα ψηλά ανοίγματα μαρτυρούν την ύπαρξη εγκαταστάσεων για την εκτροφή των μεταξοσκωλήκων και την παραγωγή μεταξιού. Στη δεύτερη φάση, η καμάρα καλύπτεται με λίθους διαμορφώνοντας έναν ενιαίο τοίχο που διαχωρίζει πια την τραπεζαρία-καθιστικό και κουζίνα από τη μία πλευρά με τα δύο υπνοδωμάτια από την άλλη. Τα δύο υπνοδωμάτια χωρίζει ένας τοίχος από μπαγδατί και ένας κοινός ευθύγραμμος διάδρομος ενοποιεί τους χώρους.
Το κατώι χτίστηκε με το εκφορικό σύστημα που ονομάζεται «μπουντλούμι» και χωρίζεται σε δύο χώρους. Αξίζει να σημειωθεί πως σε δύο από τους τοίχους του κατωγιού βρίσκονται πολεμίστρες ή αλλιώς «λοξίγγιες». Επίσης, στο δεύτερο μπουντλούμι υπάρχει ένας πέτρινος τοίχος με ένα μικρό άνοιγμα που διαμορφώνει ένα στενό χώρο. Ο τελευταίος, σύμφωνα με τους ιδιοκτήτες, χρησιμοποιούνταν για να κρύβουν τα μεγάλα πήλινα δοχεία με τα τρόφιμα(πχ. λάδι) ή αλλιώς «ζάρες» όπως ονομάζονται, από τους Τούρκους. Το άνοιγμα στον τοίχο ήταν μικρό με στόχο να είναι εύκολη και γρήγορη η κάλυψή του με πέτρες όταν πλησίαζε ο εχθρός.