Οι ιστορικοί ορεινοί οικισμοί, λόγω της διαχρονικής τους εξέλιξης, της ιδιαίτερης οικολογίας του τοπίου τους, των εναλλασσόμενων χρήσεων γης και της άυλης και υλικής πολιτισμικής κληρονομιάς που διαθέτουν, αποτελούν πολιτισμικά τοπία με μοναδικά χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες στη δομή των στοιχείων τους και τις σχέσεις που αυτά εκφράζουν. Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική στη Δυτική Μακεδονία, αντικατοπτρίζουν τις τοπικές κλιματικές, πολιτιστικές και οικονομικές συνθήκες. Η επικάλυψη της στέγης στα σπίτια συνήθως πραγματοποιείται με παραδοσιακά υλικά που είναι διαθέσιμα στην περιοχή, τα οποία είναι:
1. Κεραμίδια: Τα κεραμίδια ή οι ψιλές κεραμίδες χρησιμοποιούνται συχνά για την κάλυψη της στέγης. Είναι κλασικό υλικό για περιοχές με μεσογειακό κλίμα.
2. Ξύλο: Σε ορισμένες περιπτώσεις, το ξύλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υλικό για την κατασκευή της στέγης, είτε ως τμήμα του σκελετού είτε ως υποστήριξη για την τοποθέτηση των κεραμιδιών.
3. Μέταλλο: Τα μεταλλικά υλικά μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να συγκρατούν τα κεραμίδια στη θέση τους, καθώς και για επιπρόσθετη προστασία σε διαρροές.
Η κατασκευή πραγματοποιείται ως εξής: Όταν οι τοίχοι φτάσουν στο ύψος όπου έπεται η έναρξη του σκελετού της στέγης, δέχονται ένα «ίσιωμα», ώστε να τοποθετηθούν παράλληλα στις δύο άκρες τους οι «στρωτήρες». Περιφερειακά τοποθετούνται «τα δέματα», τα οποία είναι ισχυρά, ξύλινα, οριζόντα δοκάρια και στις γωνίες δένουν με «τα μαξιλάρια» (ή «μασχάλες»), τα οποία τοποθετούνται διαγώνια αυτών. Το αντίστοιχο κενό που δημιουργείται με τον μεσότοιχο και τα εξωτερικά τοιχώματα της κατοικίας, συμπληρώνονται με πληθώρα δοκαριών καστανίας (τοπικό υλικό) και δρυός. Κάθετα στην πρόσοψη του κτηρίου τοποθετούνται «οι γρίντιες» (πιο συχνά «περαστές»), οι οποίες αποτελούν από τα πιο ισχυρά δοκάρια της κατασκευής, με τη συνήθη διατομή τους από 15x15 εκ. έως 18x18 εκ., είναι από ξύλο καστανιάς και συνήθως είναι μονοκόματες ή διακόπτονται μονάχα σε κάποιο μεσότοιχο. Οι περαστές δέχονται το περισσότερο φορτίο της στέγης, καθώς πάνω τους στηρίζονται κατακόρυφοι, ισχυοί, ισοϋψείς και «τετράγωνοι» δοκοί, «οι μπαμπάδες» (τοπικά: «παπάδες»). Οι παπάδες παραθέτονται παράλληλα και σε ίσες αποστάσεις ο ένας με τον άλλον, το ύψος του είναι τέτοιο, ώστε να προκύπτει η κλίση της στεγης 40% - 50%, και στην κορυφή τους τοποθετείται πάλι κάθετα «ο κορφιάτης», μια συνεχόμενη, μακριά, τετράγωνη δοκός.
Στις τρίρριχτες και τετράρριχτες στέγες το κεκλιμένο δοκάρι που εδράζεται στην γωνία ονομάζεται «μαχιάς». Συνήθως οι «μαχιάδες» αποτελούν το κεκλιμένο μέλος ενός ημιζευκτού, με διατομή περίπου 12x12 εκ. και συνδέουν τις τέσσερις γωνίες της οικοδομής, με την κορυφή των ακριανών μπαμπάδων, «χωρίζοντας» την στέγη σε τέσσερα μέρη, δύο τριγωνικά και δύο τραπεζοειδή. Η βάση των ακριανών μπαμπάδων συνδέεται με την «κατωμαχιές» (μακριά, λεπτά δοκάρια που εξέχουν και διαπλέκονται μεταξύ τους) και για ασφαλή στερέωση καρφώνονται στους περαστές. Ακολουθούν τα τσιμπίδια στο τέρμα των περαστών και τοποθετούνται πάνω στον μπαμπά δημιουργώντας την κλίση. Τα υπόλοιπα τσιμπίδια φτάνουν μέχρι το κατακόρυφο επίπεδο που ορίζουν οι κατωμαχιές και στηρίζονται πάνω στις περαστές με μικρούς ορθοστάτες. Επιπλέον, τοποθετούνται «οι δίπλες», τεγίδες διατομής 12x8 εκ. περίπου, που τοποθετούνται εγκάρσια ανά 1,2 μ. περίπου στα τσιμπίδια, και καρφώνονται σε αυτά και στους μαχιάδες. Πάνω στα τσιμπίδια καρφώνονται εγκάρσια «τα πανωτσίμπιδα», τα οποία είναι ξύλα πελεκημένα λεπτά, με πλατύ πέλμα και λεπτή διατομή. Για τις ενδιάμεσες στηρίξεις μεσολαβούν «οι αντιρρήδες» οι οποίες στηρίζουν λοξά τα τσιμπίδια και ακουμπούν στις περαστές. Υπάρχουν επιπλέον στηρίξεις όπως τα ντεστέκια, νταϊάκια και κοντοστύλια που μεταφέρουν τα φορτία της στέγης στις περαστές.
Πριν το 1900, επειδή η σανίδωση της στέγης παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες από το αυξημένο κόστος κατασκευής, η στέγη σε όλη της την επιφάνεια καλύπτονταν με λεπτά γερά δοκάρια και πάνω σε αυτά τοποθετούνται οι πλάκες. Η επικάλυψη της στέγης γινόταν με σχιστόπλακες που εξάγονταν από τα λατομεία της Γκραντίσκας, της Πανούκλας, της «ράχης» του Αγίου Αχιλλείου και γενικότερα από περιοχές που περιβάλλουν τον Πεντάλοφο. Στα συγκεκριμένα λατομεία οι διαστρώσεις των βράχων έχουν μικρό πάχος 1-3 εκ., οπότε αποσπώνται και σχίζονται εύκολα για την επικάλυψη που αφορούσε πιο παραδοσιακές χρονολογικά κατασκευές, οι οποίες γίνονταν εξ’ ολοκλήρου με σχιστόπλακες. Πιο σύγχρονα, η τελευταία και εμφανής στρώση γίνεται με κεραμίδια, κυρίως βυζαντινά, ενώ από κάτω τους έχουν προηγηθεί απ’ το μέσον, σχιστόπλακες. Η διαστρωμάτωση αρχίζει από την «αγριπίδα» (γείσο) της στέγης, με πλάκες πάχους 2-3 εκ., μήκος 0,8-1 μ. και «εξασθαινεί» στον κορφιά (τοπικά: «κορφιάτη») και στις ράχες.
Οι πλάκες της πρώτης σειράς γωνιάζονται, τετραγωνίζονται και ευθυγραμμίζονται στον τοίχο περιμετρικά και σχηματίζουν γείσωμα 7 – 10 εκ. και αυτή η μέθοδος προέκυψε εμπειρικά από τεχνίτες, ώστε να μην υπάρξουν ρωγμές και καταρρεύσεις σε περίπτωση κατολίσθησης χιονιού, για να εδράσουν οι υπόλοιπες σειρές και να επιτευχθεί η στεγάνωση. Στην δεύτερη σειρά παραθέτονται «καπάκια» του ιδίου πάχους, αλλά μεγαλύτερου μήκους, έτσι ώστε να καλυφθούν οι αρμοί της πρώτης. Ακολουθεί η τρίτη στρώση με πλάκες ίδιων διαστάσεων για την κάλυψη αρμών της δεύτερης. Οι πλάκες της πρώτης σειράς εδράζονται πάνω στον τοίχο της στέγης και συγκολλούνται με λάσπη, ενώ οι υπόλοιπες «εν ξηρώ». Για να μην υπάρξουν μεγάλες φορτίσεις από τοο βάρος των πλακών, τοποθετούνται προοδευτικά απο κάτω προς τα πάνω οι μεγαλύτερες και η κατασκευή καταλήγει στις μικρότερες και λεπτότερες. Η σκεπή τελειώνει με το γείσο («γρηπίδα») το οποίο μπορούσε να επιτευχθεί με δύο τρόπους. Η πρώτη και παλαιότερη γίνεται με τα δομικά μέλη της στέγης που προεξέχουν απο αυτήν. Στον πρώτο, τα πανωτσίμπιδα προεξέχουν κατα 0.7-1. Υποστηρίζονται με βοηθητικό «ταμπάνι» (μεγάλη ξύλινη δοκός πάνω στην οποία στηρίζονται άλλες μικρότερες) παράλληλο με τις δίπλες που που στηρίζεται στις περαστές οι οποίες προεξεχουν τουλάχιστον 20 εκατοστά. Τα πανωτσίμπιδα δένονται με ένα καδρόνι διατομής περίπου 6x10 εκ. που καρφώνεται πάνω τους,. Αυτό ,εξέχοντας βοηθάει της πρώτες πλάκες να μην γλιστρήσουν. Ο δεύτερος τρόπος είναι οι περαστές να προεκτείονται μέχρι το επιθυμητό πλάτος του γείσου. Έτσι διαμορφώνεται ένα ενιαίο οριζόντιο γείσο για όλο το κτήριο. Το πλάτος δεν μπορεί να υπερβεί τα 70 εκ. λόγω φέρουσας αντοχής της περαστής.
Βιβλιογραφία: Σωτήριος Κάσσος, "Ζουπανιώτες - Κουδαραίοι", 2015