Πεντάλοφος (Τμήμα Γ)

Ιστορικά Στοιχεία

Πενταλοφίτες στρατιώτες κατά την περίοδο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.Μικρασίατες καταφεύγουν στη θάλασσα για να σωθούν.Πρωτοσέλιδο εφημερίδας της εποχής για την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης (26 Ιουλίου 1923).Στιγμιότυπο από την σύναψη της συνθήκης της Λωζάνης.Φωτογραφία από το Αλβανικό μέτωπο, 1940."Η γυναίκα της Πίνδου", άγαλμα στην είσοδο του χωριού Πεντάλοφος.Φωτογραφία από την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.

Η πρώτη κατοίκηση της περιοχής υπολογίζεται την περίοδο της καθόδου των Δωριέων, το 1100-800π.Χ., από τον Βορρά προς το Νότο, περνώντας και από την Πίνδο. Ο πολεμοχαρής χαρακτήρας τους δεν επέτρεπε τη μόνιμη εγκατάστασή τους σε έναν τόπο, γι’ αυτό τον λόγο δεν έχουμε δείγματα συνεχούς παρουσίας τους στην περιοχή.  

Νομίσματα, τμήματα από λόγχες, μεταξύ των οποίων και σάρισες, οι οποίες ανήκαν στην μακεδονική φάλαγγα, βρέθηκαν στην περιοχή και μαρτυρούν την ύπαρξη κοινωνικής οργάνωσης στα χρόνια του Φιλίππου Β΄(359-336π.Χ.). Η γεωμορφολογία του τόπου με τις ρεματιές και τα ορεινά υψίπεδα, επέτρεπε την συγκρότηση και την εκπαίδευση στρατού. Συνεπώς ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη και συνέχιση πολιτισμού.  

Στο σταδιακό πέρασμα από τον αρχαίο στον ρωμαιοβυζαντινό κόσμο (2ος-6ος αι.),υπήρξε συνεχής διαβίωση ανθρώπων και αυτό το συμπεραίνουμε από τη συνύπαρξη προχριστιανικών τάφων με χριστιανικούς. 

Σλαβικά φύλα, εποίκησαν περιστασιακά την περιοχή αρκετές φορές μέχρι το τέλος περίπου του αρχαίου κόσμου, δηλαδή τον 6ο μ.Χ. αιώνα ,και συγκεκριμένα το 598μ.Χ., επί του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστίνου Β’, που συμβαίνει η πρώτη μεγάλη μετακίνηση Σλάβων στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, αποτέλεσμα της πίεσης που δέχονταν από τους Αβαρούς. Παρόλα αυτά η μαζικότερη εγκατάσταση και επέκταση Σλάβων έγινε επί Στέφανου Δουσάν που βασίλεψε στη Σερβία από το 1331μ.Χ. έως το 1355μ.Χ. Ο αυτοκράτορας εδραίωσε την εγκατάσταση αυτή με την ίδρυση των ζουμπανιών, ενός οικιστικού συμπλέγματος. Εκείνα τα χρόνια πήρε το χωριό και το πρώτο του όνομα, Ζιουπάνι, που προέκυψε από τη διοικητική λειτουργία του, καθώς αποτέλεσε διοικητικό κέντρο των ζουμπανιών.  

Το 1600μ.Χ. παρατηρείται έντονη πληθυσμιακή αύξηση, εξαιτίας των αλβανικών επιδρομών που εξανάγκασαν κατοίκους των γύρω μικρότερων οικισμών να εγκατασταθούν στο Ζιουπάνι.  

Κατά τον 18ο αιώνα, ραγδαία ανάπτυξη βρήκε το αναδυόμενο επάγγελμα του μάστορα, που έμελλε να κρατήσει ζωντανό το όνομα του τόπου στους αιώνες. Οι πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής ασχολούταν με τις κατασκευές, καθώς ο τόπος τους πρόσφερε αφθονία υλικού. Ξυλεία από τις καστανιές και τις καρυδιές και ψαμμίτη και σχιστόλιθο από το βραχώδες γεωλογικό υπόστρωμά του.   

Η δουλειά του μάστορα δεν έχει εγκατάσταση σε κάποιο μέρος. Οι ζουπανιώτες μάστορες ταξιδεύουν από τόπο σε τόπο ζητώντας δουλειά. Αρχικά, μέχρι την απελευθέρωση, το επάγγελμά τους είναι κυρίως εποχιακό. Αφήνουν τον τόπο τους το καλοκαίρι και επιστρέφουν το χειμώνα, στην ασφάλεια της οικογένειας, καθώς οι τουρκική επικράτεια δυσκολεύει τις μαζικές μετακινήσεις. Μετά την απελευθέρωση οι μάστορες τις περισσότερες φορές εγκαθίστανται στους τόπους της ξενιτιάς, ενώ μαζικότερες εγκαταστάσεις γίνονται μετά το 1949. Ταξίδεψαν, όχι μόνο στην Ελλάδα (Θράκη, Θεσσαλονίκη, Θεσσαλία, Πήλιο, Λειβαδιά, Πελοπόννησος, Δημητσάνα, Μάνη και νησιά), αλλά και στην Κωνσταντινούπολη, στην Περσία, στην Αφρική, στην Αμερική και σε άλλα μέρη του κόσμου.  

Το πρώτο από τα έργα που σημειώθηκαν στο Ζιουπάνι είναι ο ναός του Αγίου Αχιλλείου που χτίστηκε το 1774. 

Ένας κτίστης Πενταλοφίτης αποφάσισε να γίνει παπάς και παρουσιάστηκε στον Δεσπότη να τον χειροτονήσει. Οι γραμματικές του γνώσεις ήταν ελάχιστες, στοιχειώδεις. Ο Δεσπότης αντιλήφθηκε τις γνώσεις του υποψηφίου παπά και του έκανε ερωτήσεις. Μία απ’ τις ερωτήσεις ήταν: 

  • - Ποιος έκτισε τον κόσμο τέκνο μου;  

Και ο μάστορας απάντησε: 

  • - Οι μαστόρ΄οι ζουπανιώτις Δέσποτα. 

  • - Πρόσεχε τέκνο μου! Πρόσεχε στην ερώτηση! Τον συμβουλεύει ο Δεσπότης.  

  • - Ξέχασα! Λέει...Βοήθησαν και οι μαστόρ΄ οι Ντουλιανάτις. 

  •  

Το φευγιό για την ξενιτιά γινόταν πολύ νωρίς το πρωί. Οι μάστορες δεν έπρεπε να συναντήσουν κανέναν στο διάβα τους, για να αποφύγουν το κακό συναπάντημα. Οι γυναίκες γεμίζουν ένα κιούπι με νερό, το αφήνουν στην πόρτα και το κλωτσούν να σπάσει, για να έχουν οι άνδρες με τα παιδιά τους καλό δρόμο. Τους ακολουθούν συνοδευόμενες από το κλάμα του αποχαιρετισμού, μιας και πολλοί δεν θα επιστρέψουν ποτέ ξανά. Οι δρόμοι τους χωρίζονται στην Γκορτσιά, η οποία βρίσκεται στην απόληξη του κάτω μαχαλά και της έχει δοθεί το όνομα Κλαψόδεντρο. 

Το 1788 το Ζιουπάνι περνάει στην κυριαρχία του Αλή Πασσά, ο οποίος επιβάλλει κτηματικό φόρο σε εννιά χωριά συμπεριλαμβάνοντας και το Ζιουπάνι. Από τον φόρο απαλλάχθηκαν το 1837 επί του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’. Το 1882 εγκαθίσταται τούρκικη φρουρά στο χωριό που μέχρι τότε δεν υπήρχε μόνιμη εγκατάσταση Τούρκων, σε μια προσπάθεια κατευνασμού του ηθικού της επικείμενης επανάστασης. 

Το Ζιουπάνι, που του είχε δοθεί και η ονομασία Πετροβούνι, απελευθερώθηκε μαζί με την υπόλοιπη Μακεδονία το 1912. Κατά τη διάρκεια του α΄ παγκοσμίου πολέμου (1917), γαλλικό τάγμα βρισκόταν στα σύνορα για τη φύλαξή τους. Λέγεται ότι προς όφελος του χωριού, μαζί με τους στρατιώτες, εμβολιάστηκαν κάτοικοι, μεταξύ αυτών και παιδιά και άνοιξαν τα πρώτα ταχυδρομεία στην περιοχή. Η συμβολή των Ζιουπανιωτών στη Μικρασιατικές μάχες είναι αξιοσημείωτη. Ένας από τους ανθυπολοχαγούς ήταν Ζιουπανιώτης, ενώ χάθηκαν είκοσι δύο παλικάρια.  

Το 1923, με τη συνθήκη της Λοζάνης, την ελληνοποίηση των τοπωνυμίων της χώρας μας ακολούθησε και το Ζιουπάνι, που πήρε το σημερινό του όνομα: Πεντάλοφος.  

Κατά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο ο Πεντάλοφος ήταν ορμητήριο του ελληνικού στρατού. Οι γυναίκες συνέβαλαν κι αυτές με ό,τι μπορούσαν. Συγκέντρωναν και έστελναν στο μέτωπο ρούχα, είδη πρώτης ανάγκης και άλλα υλικά αγαθά, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στον αγώνα πλάι στους στρατιώτες. Προς τιμήν των γυναικών της Πίνδου, όπως έμειναν γνωστές, έχει αφιερωθεί το άγαλμα στην είσοδο του χωριού που αναπαριστά μία γυναίκα που κουβαλάει στην πλάτη της ένα βαρύ, φορτωμένο μπαούλο. 

Ο εμφύλιος πόλεμος αποτέλεσε σκοτεινή εποχή για τον Πεντάλοφο, όπως και για την υπόλοιπη χώρα. Οικογένειες καταρρακωμένες από τον πόλεμο του '40 διχάζονται και χωρίζονται ξανά.