Το τοπικό δομικό σύστημα του οικισμού του Πενταλόφου έχει καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από την ποικιλία των δομικών υλικών που προσφέρει η φύση της περιοχής, όπως είναι τα είδη πέτρας και ξύλου, αλλά και τα φυσικά κονιάματα. Ταυτόχρονα, η κατασκευή των κτιρίων έγινε από έμπειρους χτίστες, οι οποίοι μέσω των υλικών της περιοχής είχαν την δυνατότητα να πειραματιστούν τόσο με την σύνθεση των κτιρίων όσο και με την στατική λειτουργία τους.
Τα πρώτα κτίρια του οικισμού, λόγω της ανάγκης για προστασία και ασφάλεια από τους εχθρούς, είχαν είτε στενομέτωπη μορφή, ορθογωνικής κάτοψης, είτε τετράγωνης με φρουριακό χαρακτήρα. Ωστόσο με το πέρασμα των χρόνων και της μεταβολής των αναγκών των κατοίκων η συνθετότητα των κτιρίων εξελίχθηκε, δηλαδή η μορφή τους, η κάτοψή τους και η λειτουργία των χώρων. Όσον αφορά την τοποθέτηση τους στις υψομετρικές καμπύλες, συναντώνται και οι δύο περιπτώσεις, αν και τα περισσότερα είναι τοποθετημένα κάθετα στις υψομετρικές, υπάρχουν εξαιρέσεις και ορισμένα είναι παράλληλα.
Το τυπικό κτίριο, ωστόσο, είναι τοποθετημένο κάθετα στην κλίση του εδάφους και θεμελιώνεται πάνω στον βράχο. Συνήθως, αναπτύσσονται σε δύο ή τρία επίπεδα, με το κατώτερο να θεωρείται το κατώι, το ισόγειο της κατοικίας στο οποίο συγκεντρώνονται οι περισσότερες δραστηριότητες του νοικοκυριού, και κυρίως το χειμερινό και αποτελεί το κέντρο του σπιτιού, και τέλος τον πρώτο όροφο (και σε κάποιες περιπτώσεις και τον δεύτερο), στον οποίο διανυκτερεύουν τα νεότερα μέλη της οικογένειας.
Με βάση τις ανάγκες της οικογένειας η λειτουργική κάτοψη κινείται σε παραλλαγές του τυπικού τρίχωρου, όπου η είσοδος γίνεται από τη μεγάλη πλευρά και έχουμε προθάλαμο και δύο βασικούς χώρους εκατέρωθεν από αυτόν. Στατικά, τα κτήρια βασίζονται στην μεγάλη φέρουσα ικανότητα των πέτρινων αγκωναριών τους που θεμελιώνονται σε πέτρινα θεμέλια. Οι λίθινοι εξωτερικοί τοίχοι, οι οποίοι αποτελούν φέρον στοιχείο, παρουσιάζουν μεταβαλλόμενο πάχος, με μεγαλύτερους λίθους στη βάση τους και εκλέπτυνση στο ανώτερο πάτωμα, συγκεκριμένα στο κατώι συναντώνται τοίχοι πάχους 80εκ-100εκ, ενώ στο ισόγειο συνήθως 60εκ και στον ανώτατο όροφο 40εκ-50εκ.. Κατά την διαδικασία του χτισίματος ανά ύψος 80εκ-100εκ προστίθενται ξυλοδεσιές, οι οποίες περιδένουν το κτήριο περιμετρικά, και είναι διακριτές στην όψη του κτιρίου. Η επίστεψη γίνεται με ξυλοδεσιά ή απλό πλαίσιο που εδράζεται στο τέλος της τοιχοποιίας και πάνω του εδράζεται η στέγη. Η στέγη είναι εξολοκλήρου ξύλινη και στρώνεται παραδοσιακά με πλάκες σχιστόλιθου.
Η κατασκευή είχε ως αποτέλεσμα την ανάγκη δημιουργίας ανοιγμάτων, τα οποία ανά επίπεδο είχαν διαφορετικά μεγέθη. Συγκεκριμένα, στο κατώι για λόγους ασφαλείας ήταν μικρότερα και έφεραν σιδεριές, ενώ στο ισόγειο είχαν μεγαλύτερο μέγεθος, με διαστάσεις 0,9x1,20, και είχαν σιδεριές. Τέλος, στον τελευταίο όροφο, επειδή δεν υπήρχε πρόσβαση από το εξωτερικό της κατοικίας λόγω του ύψους, και για λόγους οικονομίας, οι ιδιοκτήτες τοποθετούσουν μόνο οριζόντιες σιδεριές μέχρι τα μέσα του παραθύρου.
Στο εσωτερικό της κατοικίας, και συγκεκριμένα στο ισόγειο της κατοικίας, οι διαχωριστικοί τοίχους ήταν φέροντες λίθινοι, οι οποίοι προσέφεραν και επιπλέον στήριξη στο πάτωμα του ορόφου. Στο ανώτερο πάτωμα οι διαχωριστικοί τοίχοι κατασκευάζονται από ξυλόπλεχτους τοίχους με επικάλυψη από σοβά και αρκετές φορές γέμισμα από μαλλί ζώου. Η κατασκευή του ορόφου γινόταν από ελαφριά ξύλινα υλικά, ώστε να μην επιβαρύνονται οι σανίδες και οι δοκοί του πατώματος από επιπλέον φορτίο.
Με τον πέρασμα των χρόνων, η τεχνική και η κατασκευή των κτιρίων δεν άλλαξε λογική, ωστόσο παρατηρείται η τελειοποίηση των τεχνικών, και η εξέλιξη των δομικών υλικών σε πιο σύγχρονα, με περισσότερες δυνατότητες. Κατά κύριο λόγο, οι κατοικίες περιοχής μελέτης, διατηρούν τον αρχικό φέροντα οργανισμό τους, ο οποίος συντηρείται και δέχεται επεμβάσεις με βάση τις σύγχρονες ανάγκες των ιδιοκτητών.